Ancient Greek-English Dictionary Language

혹시 다음 단어를 찾고 계신가요? ἵημι ἵλημι ἵστημι
ἱερά
(Noun), 뱀, 독사
ἱέραξ
(Noun), 매, 독수리, 송골매
ἱερακίσκος
(Noun),
ἱεράομαι
(Verb), to be a priest or priestess
Ἱεραπολίτης
(Noun), an inhabitant of Hierapolis; a Hierapolitan
ἱερατεία
(Noun), 성직, 사제직
ἱεράτευμα
(Noun), 성직, 사제직
ἱερατευματικός
(Adjective), 성직자의, 사제의
ἱερατεύω
(Verb), to be a priest
ἱερατικός
(Adjective), 성직자의, 사제의##
ἱέρεια
(Noun), 여사제, 성직자
ἱερεῖον
(Noun), 피해자, 밥, 제물####
ἱερεύς
(Noun), 성직자, 스님, 사제, 목사
ἱερεύω
(Verb), 제물로 바치다, 희생하다, 도살하다##자르다, 도살하다, 죽이다
ἱερή
(Noun),
ἱερόδουλος
(Noun), hierodule, a temple slave, often one performing religious prostitution
ἱεροφαντέω
(Verb), to be a hierophant
ἱεροφάντης
(Noun), a hierophant, one who teaches the rites of sacrifice and worship, Pontifex Maximus
ἱεροφαντία
(Noun), the office of hierophant
ἱεροφαντικός
(Adjective), of a hierophant, libri pontificales

SEARCH

MENU NAVIGATION