Ancient Greek-English Dictionary Language

χωρίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χωρίζω

Structure: χωρίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: xwri/s

Sense

  1. I separate, divide, distinguish

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular χωρίζω χωρίζεις χωρίζει
Dual χωρίζετον χωρίζετον
Plural χωρίζομεν χωρίζετε χωρίζουσιν*
SubjunctiveSingular χωρίζω χωρίζῃς χωρίζῃ
Dual χωρίζητον χωρίζητον
Plural χωρίζωμεν χωρίζητε χωρίζωσιν*
OptativeSingular χωρίζοιμι χωρίζοις χωρίζοι
Dual χωρίζοιτον χωριζοίτην
Plural χωρίζοιμεν χωρίζοιτε χωρίζοιεν
ImperativeSingular χώριζε χωριζέτω
Dual χωρίζετον χωριζέτων
Plural χωρίζετε χωριζόντων, χωριζέτωσαν
Infinitive χωρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
χωριζων χωριζοντος χωριζουσα χωριζουσης χωριζον χωριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular χωρίζομαι χωρίζει, χωρίζῃ χωρίζεται
Dual χωρίζεσθον χωρίζεσθον
Plural χωριζόμεθα χωρίζεσθε χωρίζονται
SubjunctiveSingular χωρίζωμαι χωρίζῃ χωρίζηται
Dual χωρίζησθον χωρίζησθον
Plural χωριζώμεθα χωρίζησθε χωρίζωνται
OptativeSingular χωριζοίμην χωρίζοιο χωρίζοιτο
Dual χωρίζοισθον χωριζοίσθην
Plural χωριζοίμεθα χωρίζοισθε χωρίζοιντο
ImperativeSingular χωρίζου χωριζέσθω
Dual χωρίζεσθον χωριζέσθων
Plural χωρίζεσθε χωριζέσθων, χωριζέσθωσαν
Infinitive χωρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
χωριζομενος χωριζομενου χωριζομενη χωριζομενης χωριζομενον χωριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. I separate

Derived

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION