- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χόριον?

2군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: chorion 고전 발음: [코리온] 신약 발음: [코리온]

기본형: χόριον χόριου

형태분석: χορι (어간) + ον (어미)

  1. the membrane that encloses the fetus, the afterbirth, a dish made by stuffing it with honey and milk, haggis, canis a corio nunquam absterrebitur uncto).

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ σμύρνης ἐκ Συρίας ὀδμαὶ λιβάνου τε πνοαί,2 τερενοχρῶτες μαζῶν ὄψεις, ἄρτων, ἀμύλων, πουλυποδείων, χολίκων, δημοῦ, φυσκῶν, ζωμοῦ, τεύτλων, θρίων, λεκίθου, σκορόδων, ἀφύης, σκόμβρων, ἐνθρυμματίδων, πτισάνης, ἀθάρης, κυάμων, λαθύρων, ὤχρων, δολίχων, μέλιτος, τυροῦ, χορίων, πυῶν,3 καρύων, χόνδρου, κάραβοι ὀπτοί, τευθίδες ὀπταί, κεστρεὺς ἑφθός, σηπίαι ἑφθαί, μύραιν ἑφθή, κωβιοὶ ἑφθοί, θυννίδες ὀπταί, φυκίδες ἑφθαί, βάτραχοι, πέρκαι, συνόδοντες, ὄνοι, βατίδες, ψῆτται, γαλεός, κόκκυξ, θρίσσαι, νάρκαι, ῥίνης τεμάχη, σχαδόνες, βότρυες, σῦκα, πλακοῦντες, μῆλα, κράνειαι, ῥόαι, ἑρ´πυλλος, μήκων, ἀχράδες, κνῆκος, ἐλᾶαι, στέμφυλ, ἄμητες, πράσα, γήτειον, κρόμμυα, φυστή, βολβοί, καυλοί, σίλφιον, ὄξος, μάραθ, ᾠά, φακῆ, τέττιγες, ὀποί: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION