헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χορηγέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χορηγέω

형태분석: χορηγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: xorhgo/s

  1. 제공하다, 공급하다, 양보하다
  1. to lead a chorus, to take the lead in
  2. to defray the cost of bringing out a chorus, to act as choragus, to have choragi found for one
  3. to minister to
  4. to furnish abundantly with, with supplies for war, to be well supplied
  5. to supply, furnish

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χορήγω

χορήγεις

χορήγει

쌍수 χορήγειτον

χορήγειτον

복수 χορήγουμεν

χορήγειτε

χορήγουσιν*

접속법단수 χορήγω

χορήγῃς

χορήγῃ

쌍수 χορήγητον

χορήγητον

복수 χορήγωμεν

χορήγητε

χορήγωσιν*

기원법단수 χορήγοιμι

χορήγοις

χορήγοι

쌍수 χορήγοιτον

χορηγοίτην

복수 χορήγοιμεν

χορήγοιτε

χορήγοιεν

명령법단수 χορῆγει

χορηγεῖτω

쌍수 χορήγειτον

χορηγεῖτων

복수 χορήγειτε

χορηγοῦντων, χορηγεῖτωσαν

부정사 χορήγειν

분사 남성여성중성
χορηγων

χορηγουντος

χορηγουσα

χορηγουσης

χορηγουν

χορηγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χορήγουμαι

χορήγει, χορήγῃ

χορήγειται

쌍수 χορήγεισθον

χορήγεισθον

복수 χορηγοῦμεθα

χορήγεισθε

χορήγουνται

접속법단수 χορήγωμαι

χορήγῃ

χορήγηται

쌍수 χορήγησθον

χορήγησθον

복수 χορηγώμεθα

χορήγησθε

χορήγωνται

기원법단수 χορηγοίμην

χορήγοιο

χορήγοιτο

쌍수 χορήγοισθον

χορηγοίσθην

복수 χορηγοίμεθα

χορήγοισθε

χορήγοιντο

명령법단수 χορήγου

χορηγεῖσθω

쌍수 χορήγεισθον

χορηγεῖσθων

복수 χορήγεισθε

χορηγεῖσθων, χορηγεῖσθωσαν

부정사 χορήγεισθαι

분사 남성여성중성
χορηγουμενος

χορηγουμενου

χορηγουμενη

χορηγουμενης

χορηγουμενον

χορηγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ’ οὐδὲ μὴν ὁ πλούσιοσ, ὁ παρὰ τῆσ οὐσίασ ἀφθόνωσ ταῖσ ἐπιθυμίαισ χορηγῶν, δυνήσεται τοῦδε ἐφικέσθαι. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 12:16)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 12:16)

  • ὅσ γ’ ἐμὲ τὸν τλήμονα Λήναια χορηγῶν ἀπέλυσ’ ἄδειπνον. (Aristophanes, Acharnians, Episode, strophe2)

    (아리스토파네스, Acharnians, Episode, strophe2)

  • Λυσάνδρου γὰρ ἐπὶ τὴν ναυαρχίαν ἀποσταλέντοσ ὑπὸ Λακεδαιμονίων, καὶ τετρώβολον ἀντὶ τριωβόλου τῷ ναύτῃ διδόντοσ ἐξ ὧν ἔλαβε παρὰ Κύρου χρημάτων, αὐτὸσ ἤδη γλίσχρωσ χορηγῶν καὶ τὸ τριώβολον ἀπῆρεν ἀργυρολογήσων ἐπὶ Καρίασ. (Plutarch, , chapter 35 4:1)

    (플루타르코스, , chapter 35 4:1)

  • "παῦσαι κατ’ ἐμοῦ τὰ ὦτα χορηγῶν. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 101)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 101)

  • "παῦσαι κατ’ ἐμοῦ τὰ ὦτα χορηγῶν. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 101)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 101)

유의어

  1. to lead a chorus

  2. to minister to

  3. to furnish abundantly with

  4. 제공하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION