헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγχορηγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγχορηγέω συγχορηγήσω

형태분석: συγ (접두사) + χορηγέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to furnish as supplies
  2. to contribute towards

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγχορήγω

συγχορήγεις

συγχορήγει

쌍수 συγχορήγειτον

συγχορήγειτον

복수 συγχορήγουμεν

συγχορήγειτε

συγχορήγουσιν*

접속법단수 συγχορήγω

συγχορήγῃς

συγχορήγῃ

쌍수 συγχορήγητον

συγχορήγητον

복수 συγχορήγωμεν

συγχορήγητε

συγχορήγωσιν*

기원법단수 συγχορήγοιμι

συγχορήγοις

συγχορήγοι

쌍수 συγχορήγοιτον

συγχορηγοίτην

복수 συγχορήγοιμεν

συγχορήγοιτε

συγχορήγοιεν

명령법단수 συγχορῆγει

συγχορηγεῖτω

쌍수 συγχορήγειτον

συγχορηγεῖτων

복수 συγχορήγειτε

συγχορηγοῦντων, συγχορηγεῖτωσαν

부정사 συγχορήγειν

분사 남성여성중성
συγχορηγων

συγχορηγουντος

συγχορηγουσα

συγχορηγουσης

συγχορηγουν

συγχορηγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγχορήγουμαι

συγχορήγει, συγχορήγῃ

συγχορήγειται

쌍수 συγχορήγεισθον

συγχορήγεισθον

복수 συγχορηγοῦμεθα

συγχορήγεισθε

συγχορήγουνται

접속법단수 συγχορήγωμαι

συγχορήγῃ

συγχορήγηται

쌍수 συγχορήγησθον

συγχορήγησθον

복수 συγχορηγώμεθα

συγχορήγησθε

συγχορήγωνται

기원법단수 συγχορηγοίμην

συγχορήγοιο

συγχορήγοιτο

쌍수 συγχορήγοισθον

συγχορηγοίσθην

복수 συγχορηγοίμεθα

συγχορήγοισθε

συγχορήγοιντο

명령법단수 συγχορήγου

συγχορηγεῖσθω

쌍수 συγχορήγεισθον

συγχορηγεῖσθων

복수 συγχορήγεισθε

συγχορηγεῖσθων, συγχορηγεῖσθωσαν

부정사 συγχορήγεισθαι

분사 남성여성중성
συγχορηγουμενος

συγχορηγουμενου

συγχορηγουμενη

συγχορηγουμενης

συγχορηγουμενον

συγχορηγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὦ παῖ, τὴν σὴν μητέρα γαμοῦντοσ οὐδὲ ὁ γείτων ᾔσθετο τοῖσ δὲ σοῖσ γάμοισ καὶ βασιλεῖσ καὶ δυνάσται συγχορηγοῦσιν. (Plutarch, chapter 30 3:2)

    (플루타르코스, chapter 30 3:2)

  • ἐν οἷσ καιροῖσ ὑπὸ τῶν φόρων πιεζούμενοι τὸ μὲν πρῶτον ἐπρέσβευον πρὸσ τοὺσ Ἕλληνασ, δεόμενοι σφίσι βοηθεῖν καὶ συγχορηγεῖν εἰσ τοὺσ περιεστῶτασ καιρούσ· (Polybius, Histories, book 4, chapter 46 5:1)

    (폴리비오스, Histories, book 4, chapter 46 5:1)

유의어

  1. to furnish as supplies

  2. to contribute towards

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION