헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐπορέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐπορέω εὐπορήσω

형태분석: εὐπορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: eu)/poros

  1. 번영하다, 번창하다, 잘되다, 성장하다, 자라다
  2. 제공하다, 공급하다, 양보하다
  1. to prosper, thrive, be well off, successfully maintained
  2. to have plenty of, to have store of, to abound in
  3. to find a way, find means, to be able
  4. to supply, furnish

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐπόρω

(나는) 번영한다

εὐπόρεις

(너는) 번영한다

εὐπόρει

(그는) 번영한다

쌍수 εὐπόρειτον

(너희 둘은) 번영한다

εὐπόρειτον

(그 둘은) 번영한다

복수 εὐπόρουμεν

(우리는) 번영한다

εὐπόρειτε

(너희는) 번영한다

εὐπόρουσιν*

(그들은) 번영한다

접속법단수 εὐπόρω

(나는) 번영하자

εὐπόρῃς

(너는) 번영하자

εὐπόρῃ

(그는) 번영하자

쌍수 εὐπόρητον

(너희 둘은) 번영하자

εὐπόρητον

(그 둘은) 번영하자

복수 εὐπόρωμεν

(우리는) 번영하자

εὐπόρητε

(너희는) 번영하자

εὐπόρωσιν*

(그들은) 번영하자

기원법단수 εὐπόροιμι

(나는) 번영하기를 (바라다)

εὐπόροις

(너는) 번영하기를 (바라다)

εὐπόροι

(그는) 번영하기를 (바라다)

쌍수 εὐπόροιτον

(너희 둘은) 번영하기를 (바라다)

εὐποροίτην

(그 둘은) 번영하기를 (바라다)

복수 εὐπόροιμεν

(우리는) 번영하기를 (바라다)

εὐπόροιτε

(너희는) 번영하기를 (바라다)

εὐπόροιεν

(그들은) 번영하기를 (바라다)

명령법단수 εὐπο͂ρει

(너는) 번영해라

εὐπορεῖτω

(그는) 번영해라

쌍수 εὐπόρειτον

(너희 둘은) 번영해라

εὐπορεῖτων

(그 둘은) 번영해라

복수 εὐπόρειτε

(너희는) 번영해라

εὐποροῦντων, εὐπορεῖτωσαν

(그들은) 번영해라

부정사 εὐπόρειν

번영하는 것

분사 남성여성중성
εὐπορων

εὐπορουντος

εὐπορουσα

εὐπορουσης

εὐπορουν

εὐπορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐπόρουμαι

(나는) 번영된다

εὐπόρει, εὐπόρῃ

(너는) 번영된다

εὐπόρειται

(그는) 번영된다

쌍수 εὐπόρεισθον

(너희 둘은) 번영된다

εὐπόρεισθον

(그 둘은) 번영된다

복수 εὐποροῦμεθα

(우리는) 번영된다

εὐπόρεισθε

(너희는) 번영된다

εὐπόρουνται

(그들은) 번영된다

접속법단수 εὐπόρωμαι

(나는) 번영되자

εὐπόρῃ

(너는) 번영되자

εὐπόρηται

(그는) 번영되자

쌍수 εὐπόρησθον

(너희 둘은) 번영되자

εὐπόρησθον

(그 둘은) 번영되자

복수 εὐπορώμεθα

(우리는) 번영되자

εὐπόρησθε

(너희는) 번영되자

εὐπόρωνται

(그들은) 번영되자

기원법단수 εὐποροίμην

(나는) 번영되기를 (바라다)

εὐπόροιο

(너는) 번영되기를 (바라다)

εὐπόροιτο

(그는) 번영되기를 (바라다)

쌍수 εὐπόροισθον

(너희 둘은) 번영되기를 (바라다)

εὐποροίσθην

(그 둘은) 번영되기를 (바라다)

복수 εὐποροίμεθα

(우리는) 번영되기를 (바라다)

εὐπόροισθε

(너희는) 번영되기를 (바라다)

εὐπόροιντο

(그들은) 번영되기를 (바라다)

명령법단수 εὐπόρου

(너는) 번영되어라

εὐπορεῖσθω

(그는) 번영되어라

쌍수 εὐπόρεισθον

(너희 둘은) 번영되어라

εὐπορεῖσθων

(그 둘은) 번영되어라

복수 εὐπόρεισθε

(너희는) 번영되어라

εὐπορεῖσθων, εὐπορεῖσθωσαν

(그들은) 번영되어라

부정사 εὐπόρεισθαι

번영되는 것

분사 남성여성중성
εὐπορουμενος

εὐπορουμενου

εὐπορουμενη

εὐπορουμενης

εὐπορουμενον

εὐπορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐπορήσω

(나는) 번영하겠다

εὐπορήσεις

(너는) 번영하겠다

εὐπορήσει

(그는) 번영하겠다

쌍수 εὐπορήσετον

(너희 둘은) 번영하겠다

εὐπορήσετον

(그 둘은) 번영하겠다

복수 εὐπορήσομεν

(우리는) 번영하겠다

εὐπορήσετε

(너희는) 번영하겠다

εὐπορήσουσιν*

(그들은) 번영하겠다

기원법단수 εὐπορήσοιμι

(나는) 번영하겠기를 (바라다)

εὐπορήσοις

(너는) 번영하겠기를 (바라다)

εὐπορήσοι

(그는) 번영하겠기를 (바라다)

쌍수 εὐπορήσοιτον

(너희 둘은) 번영하겠기를 (바라다)

εὐπορησοίτην

(그 둘은) 번영하겠기를 (바라다)

복수 εὐπορήσοιμεν

(우리는) 번영하겠기를 (바라다)

εὐπορήσοιτε

(너희는) 번영하겠기를 (바라다)

εὐπορήσοιεν

(그들은) 번영하겠기를 (바라다)

부정사 εὐπορήσειν

번영할 것

분사 남성여성중성
εὐπορησων

εὐπορησοντος

εὐπορησουσα

εὐπορησουσης

εὐπορησον

εὐπορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐπορήσομαι

(나는) 번영되겠다

εὐπορήσει, εὐπορήσῃ

(너는) 번영되겠다

εὐπορήσεται

(그는) 번영되겠다

쌍수 εὐπορήσεσθον

(너희 둘은) 번영되겠다

εὐπορήσεσθον

(그 둘은) 번영되겠다

복수 εὐπορησόμεθα

(우리는) 번영되겠다

εὐπορήσεσθε

(너희는) 번영되겠다

εὐπορήσονται

(그들은) 번영되겠다

기원법단수 εὐπορησοίμην

(나는) 번영되겠기를 (바라다)

εὐπορήσοιο

(너는) 번영되겠기를 (바라다)

εὐπορήσοιτο

(그는) 번영되겠기를 (바라다)

쌍수 εὐπορήσοισθον

(너희 둘은) 번영되겠기를 (바라다)

εὐπορησοίσθην

(그 둘은) 번영되겠기를 (바라다)

복수 εὐπορησοίμεθα

(우리는) 번영되겠기를 (바라다)

εὐπορήσοισθε

(너희는) 번영되겠기를 (바라다)

εὐπορήσοιντο

(그들은) 번영되겠기를 (바라다)

부정사 εὐπορήσεσθαι

번영될 것

분사 남성여성중성
εὐπορησομενος

εὐπορησομενου

εὐπορησομενη

εὐπορησομενης

εὐπορησομενον

εὐπορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐπο͂ρουν

(나는) 번영하고 있었다

ηὐπο͂ρεις

(너는) 번영하고 있었다

ηὐπο͂ρειν*

(그는) 번영하고 있었다

쌍수 ηὐπόρειτον

(너희 둘은) 번영하고 있었다

ηὐπορεῖτην

(그 둘은) 번영하고 있었다

복수 ηὐπόρουμεν

(우리는) 번영하고 있었다

ηὐπόρειτε

(너희는) 번영하고 있었다

ηὐπο͂ρουν

(그들은) 번영하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐποροῦμην

(나는) 번영되고 있었다

ηὐπόρου

(너는) 번영되고 있었다

ηὐπόρειτο

(그는) 번영되고 있었다

쌍수 ηὐπόρεισθον

(너희 둘은) 번영되고 있었다

ηὐπορεῖσθην

(그 둘은) 번영되고 있었다

복수 ηὐποροῦμεθα

(우리는) 번영되고 있었다

ηὐπόρεισθε

(너희는) 번영되고 있었다

ηὐπόρουντο

(그들은) 번영되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οὐκ ἐννοεῖσ δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνησ εὐπορεῖν ; (Lucian, (no name) 16:9)

    (루키아노스, (no name) 16:9)

  • καὶ τὰ μὲν ἐπὶ τῆσ Ἑλλάδοσ καὶ τῆσ Ιὠνίασ μέτρια, εἰσ δὲ τὴν Ἰταλίαν ἀποδημῆσαι θελήσαντι αὐτῷ τὸν Ιὄνιον συνδιέπλευσα καὶ τὰ τελευταῖα μέχρι τῆσ Κελτικῆσ συναπάρασα, εὐπορεῖσθαι ἐποίησα. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 27:7)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 27:7)

  • "βαρβάρουσ ἔχω, οὐχ ὁμογλώττουσ, καὶ ἑρμηνέων οὐ ῥᾴδιον εὐπορεῖν πρὸσ αὐτούσ. (Lucian, De saltatione, (no name) 64:5)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 64:5)

  • Μαύσωλοσ ὁ Καρίασ τύραννοσ, πέμποντοσ βασιλέωσ πρὸσ αὐτὸν ἐπὶ τῷ τοὺσ φόρουσ δοῦναι, συναγαγὼν τοὺσ εὐπορωτάτουσ ἐν τῇ χώρᾳ ἔλεγεν ὅτι ὁ βασιλεὺσ αἰτεῖ τοὺσ φόρουσ, αὐτὸσ δὲ οὐκ εὐπορεῖται. (Aristotle, Economics, Book 2 47:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 47:1)

  • ὥστε συνέβαινεν εὐπορεῖσθαι τοὺσ στρατιώτασ τῶν ἐπιτηδείων. (Aristotle, Economics, Book 2 88:5)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 88:5)

유의어

  1. 제공하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION