χορηγέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
χορηγέω
형태분석:
χορηγέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 제공하다, 공급하다, 양보하다
- to lead a chorus, to take the lead in
- to defray the cost of bringing out a chorus, to act as choragus, to have choragi found for one
- to minister to
- to furnish abundantly with, with supplies for war, to be well supplied
- to supply, furnish
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ΚΑΙ ἐχορήγουν οἱ καθεσταμένοι οὕτωσ τῷ βασιλεῖ Σαλωμὼν καὶ πάντα τὰ διαγγέλματα ἐπὶ τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέωσ, ἕκαστοσ μῆνα αὐτοῦ, οὐ παραλλάσσουσι λόγον. (Septuagint, Liber I Regum 5:1)
(70인역 성경, 열왕기 상권 5:1)
- γεγόνασι δὲ κατ’ αὐτὸν τραγῳδοὶ μὲν οἱ περὶ Θετταλὸν καὶ ὁ Ἀθηνόδωροσ, ὧν ἀνταγωνιζομένων ἀλλήλοισ, ἐχορήγουν μὲν οἱ Κύπριοι βασιλεῖσ ἔκρινον. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 2 2:1)
(플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 2 2:1)
- γεγόνασι δὲ κατ’ αὐτὸν τραγῳδοὶ μὲν οἱ περὶ Θετταλὸν καὶ Ἀθηνόδωρον, ὧν ἀνταγωνιζομένων ἀλλήλοισ, ἐχορήγουν μὲν οἱ Κύπριοι βασιλεῖσ, ἔκρινον δ’ οἱ δοκιμώτατοι τῶν στρατηγῶν. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 23)
(플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 23)
- εἰσ δὲ Φοινίκην ἐπανελθὼν ἐξ Αἰγύπτου θυσίασ τοῖσ θεοῖσ καὶ πομπὰσ ἐπετέλει καὶ χορῶν κυκλίων καὶ τραγικῶν ἀγῶνασ, οὐ μόνον ταῖσ παρασκευαῖσ, ἀλλὰ καὶ ταῖσ ἁμίλλαισ λαμπροὺσ γενομένουσ, ἐχορήγουν γὰρ οἱ βασιλεῖσ τῶν Κυπρίων, ὥσπερ Ἀθήνησιν οἱ κληρούμενοι τὰσ φυλάσ, καὶ ἠγωνίζοντο θαυμαστῇ φιλοτιμίᾳ πρὸσ ἀλλήλουσ, μάλιστα δὲ Νικοκρέων ὁ Σαλαμίνιοσ καὶ Πασικράτησ ὁ Σόλιοσ διεφιλονείκησαν. (Plutarch, Alexander, chapter 29 1:1)
(플루타르코스, Alexander, chapter 29 1:1)
- ἐπὶ δὲ Εὐκλείδου ἄρχοντοσ κωμῳδοῖσ χορηγῶν Κηφισοδώρῳ ἐνίκων, καὶ ἀνήλωσα σὺν τῇ τῆσ σκευῆσ ἀναθέσει ἑκκαίδεκα μνᾶσ, καὶ Παναθηναίοισ τοῖσ μικροῖσ ἐχορήγουν πυρριχισταῖσ ἀγενείοισ, καὶ ἀνήλωσα ἑπτὰ μνᾶσ. (Lysias, Speeches, 7:2)
(리시아스, Speeches, 7:2)
유의어
-
to lead a chorus
-
to minister to
-
to furnish abundantly with
-
제공하다
- συγχορηγέω (to furnish as supplies)
- σκευάζω (제공하다, 공급하다, 양보하다)
- εὐπορέω (제공하다, 공급하다, 양보하다)
- προσπαρέχω (to furnish or supply besides)
- ἐφοδιάζω (to furnish with supplies for a journey)
- προσάγω (제공하다, 공급하다, 양보하다)
- ὑποχορηγέω (공급하다, 제공하다)
- ἐπαρκέω (제공하다, 공급하다, 공유하다)
- παρέχω (제공하다, 공급하다, 갖추다)