Ancient Greek-English Dictionary Language

χερρόνησος

Second declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: χερρόνησος

Etym.: attic for xerso/nhsos.

Sense

Examples

  • ὧν ἀγάλματα καὶ σύμβολα παρθενῶνεσ ἑκατόμπεδοι, νότια τείχη, νεώσοικοι, προπύλαια, Χερρόνησοσ, Ἀμφίπολισ. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 7 2:1)
  • ὧν ἀγάλματα καὶ σύμβολα παρθενῶνεσ ἑκατόμπεδοι, νότια τείχη, νεῶν οἶκοι, προπύλαια, Χερρόνησοσ, Ἀμφίπολισ. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 7 5:1)
  • πόρρωθεν οὖν προδιῳκήσατο τὸ ψηφίσασθαι ἀγώγιμον εἶναι τὸν ἀποκτείναντα Χαρίδημον, φοβερὸν ποιεῖ Κερσοβλέπτην, οὗτοσ δὲ αὐξηθεὶσ καταλύσει τοὺσ ἄλλουσ βασιλεῖσ, δι’ οὓσ σώζεται Χερρόνησοσ. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:3)
  • ἐπὶ γὰρ ἑνὸσ τῶν οἰκούντων ἐν αὐτῇ ἐθνῶν, τοῦ Ἀχαϊκοῦ, καὶ ἡ σύμπασα χερρόνησοσ, ἐν ᾗ καὶ τὸ Ἀρκαδικὸν καὶ τὸ Ιὠνικὸν καὶ ἄλλα συχνὰ ἔθην ἔνεστιν, Ἀχαϊά ὠνομάσθη. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 25 8:2)
  • μετὰ ταῦτα δὲ τοὺσ ἀποστόλουσ ἅπαντασ ἀπέστειλα, καθ’ οὓσ Χερρόνησοσ ἐσώθη καὶ Βυζάντιον καὶ πάντεσ οἱ σύμμαχοι. (Demosthenes, Speeches 11-20, 112:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION