헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χειρόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χειρόω χειρώσω

형태분석: χειρό (어간) + ω (인칭어미)

어원: xei/r

  1. 제압하다, 관리하다, 정복하다, 압도하다, 길들이다
  2. 압도하다, 이기다, 제압하다, 정복하다, 넘다, 길들이다
  3. 제압하다, 정복하다, 압도하다
  1. to bring into hand, to manage, master, subdue
  2. to conquer, overpower, subdue, to take prisoner, became master of
  3. to master, subdue
  4. to be subdued

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χείρω

(나는) 제압한다

χείροις

(너는) 제압한다

χείροι

(그는) 제압한다

쌍수 χείρουτον

(너희 둘은) 제압한다

χείρουτον

(그 둘은) 제압한다

복수 χείρουμεν

(우리는) 제압한다

χείρουτε

(너희는) 제압한다

χείρουσιν*

(그들은) 제압한다

접속법단수 χείρω

(나는) 제압하자

χείροις

(너는) 제압하자

χείροι

(그는) 제압하자

쌍수 χείρωτον

(너희 둘은) 제압하자

χείρωτον

(그 둘은) 제압하자

복수 χείρωμεν

(우리는) 제압하자

χείρωτε

(너희는) 제압하자

χείρωσιν*

(그들은) 제압하자

기원법단수 χείροιμι

(나는) 제압하기를 (바라다)

χείροις

(너는) 제압하기를 (바라다)

χείροι

(그는) 제압하기를 (바라다)

쌍수 χείροιτον

(너희 둘은) 제압하기를 (바라다)

χειροίτην

(그 둘은) 제압하기를 (바라다)

복수 χείροιμεν

(우리는) 제압하기를 (바라다)

χείροιτε

(너희는) 제압하기를 (바라다)

χείροιεν

(그들은) 제압하기를 (바라다)

명령법단수 χεῖρου

(너는) 제압해라

χειροῦτω

(그는) 제압해라

쌍수 χείρουτον

(너희 둘은) 제압해라

χειροῦτων

(그 둘은) 제압해라

복수 χείρουτε

(너희는) 제압해라

χειροῦντων, χειροῦτωσαν

(그들은) 제압해라

부정사 χείρουν

제압하는 것

분사 남성여성중성
χειρων

χειρουντος

χειρουσα

χειρουσης

χειρουν

χειρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χείρουμαι

(나는) 제압된다

χείροι

(너는) 제압된다

χείρουται

(그는) 제압된다

쌍수 χείρουσθον

(너희 둘은) 제압된다

χείρουσθον

(그 둘은) 제압된다

복수 χειροῦμεθα

(우리는) 제압된다

χείρουσθε

(너희는) 제압된다

χείρουνται

(그들은) 제압된다

접속법단수 χείρωμαι

(나는) 제압되자

χείροι

(너는) 제압되자

χείρωται

(그는) 제압되자

쌍수 χείρωσθον

(너희 둘은) 제압되자

χείρωσθον

(그 둘은) 제압되자

복수 χειρώμεθα

(우리는) 제압되자

χείρωσθε

(너희는) 제압되자

χείρωνται

(그들은) 제압되자

기원법단수 χειροίμην

(나는) 제압되기를 (바라다)

χείροιο

(너는) 제압되기를 (바라다)

χείροιτο

(그는) 제압되기를 (바라다)

쌍수 χείροισθον

(너희 둘은) 제압되기를 (바라다)

χειροίσθην

(그 둘은) 제압되기를 (바라다)

복수 χειροίμεθα

(우리는) 제압되기를 (바라다)

χείροισθε

(너희는) 제압되기를 (바라다)

χείροιντο

(그들은) 제압되기를 (바라다)

명령법단수 χείρου

(너는) 제압되어라

χειροῦσθω

(그는) 제압되어라

쌍수 χείρουσθον

(너희 둘은) 제압되어라

χειροῦσθων

(그 둘은) 제압되어라

복수 χείρουσθε

(너희는) 제압되어라

χειροῦσθων, χειροῦσθωσαν

(그들은) 제압되어라

부정사 χείρουσθαι

제압되는 것

분사 남성여성중성
χειρουμενος

χειρουμενου

χειρουμενη

χειρουμενης

χειρουμενον

χειρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειρώσω

(나는) 제압하겠다

χειρώσεις

(너는) 제압하겠다

χειρώσει

(그는) 제압하겠다

쌍수 χειρώσετον

(너희 둘은) 제압하겠다

χειρώσετον

(그 둘은) 제압하겠다

복수 χειρώσομεν

(우리는) 제압하겠다

χειρώσετε

(너희는) 제압하겠다

χειρώσουσιν*

(그들은) 제압하겠다

기원법단수 χειρώσοιμι

(나는) 제압하겠기를 (바라다)

χειρώσοις

(너는) 제압하겠기를 (바라다)

χειρώσοι

(그는) 제압하겠기를 (바라다)

쌍수 χειρώσοιτον

(너희 둘은) 제압하겠기를 (바라다)

χειρωσοίτην

(그 둘은) 제압하겠기를 (바라다)

복수 χειρώσοιμεν

(우리는) 제압하겠기를 (바라다)

χειρώσοιτε

(너희는) 제압하겠기를 (바라다)

χειρώσοιεν

(그들은) 제압하겠기를 (바라다)

부정사 χειρώσειν

제압할 것

분사 남성여성중성
χειρωσων

χειρωσοντος

χειρωσουσα

χειρωσουσης

χειρωσον

χειρωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειρώσομαι

(나는) 제압되겠다

χειρώσει, χειρώσῃ

(너는) 제압되겠다

χειρώσεται

(그는) 제압되겠다

쌍수 χειρώσεσθον

(너희 둘은) 제압되겠다

χειρώσεσθον

(그 둘은) 제압되겠다

복수 χειρωσόμεθα

(우리는) 제압되겠다

χειρώσεσθε

(너희는) 제압되겠다

χειρώσονται

(그들은) 제압되겠다

기원법단수 χειρωσοίμην

(나는) 제압되겠기를 (바라다)

χειρώσοιο

(너는) 제압되겠기를 (바라다)

χειρώσοιτο

(그는) 제압되겠기를 (바라다)

쌍수 χειρώσοισθον

(너희 둘은) 제압되겠기를 (바라다)

χειρωσοίσθην

(그 둘은) 제압되겠기를 (바라다)

복수 χειρωσοίμεθα

(우리는) 제압되겠기를 (바라다)

χειρώσοισθε

(너희는) 제압되겠기를 (바라다)

χειρώσοιντο

(그들은) 제압되겠기를 (바라다)

부정사 χειρώσεσθαι

제압될 것

분사 남성여성중성
χειρωσομενος

χειρωσομενου

χειρωσομενη

χειρωσομενης

χειρωσομενον

χειρωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχεῖρουν

(나는) 제압하고 있었다

ἐχεῖρους

(너는) 제압하고 있었다

ἐχεῖρουν*

(그는) 제압하고 있었다

쌍수 ἐχείρουτον

(너희 둘은) 제압하고 있었다

ἐχειροῦτην

(그 둘은) 제압하고 있었다

복수 ἐχείρουμεν

(우리는) 제압하고 있었다

ἐχείρουτε

(너희는) 제압하고 있었다

ἐχεῖρουν

(그들은) 제압하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχειροῦμην

(나는) 제압되고 있었다

ἐχείρου

(너는) 제압되고 있었다

ἐχείρουτο

(그는) 제압되고 있었다

쌍수 ἐχείρουσθον

(너희 둘은) 제압되고 있었다

ἐχειροῦσθην

(그 둘은) 제압되고 있었다

복수 ἐχειροῦμεθα

(우리는) 제압되고 있었다

ἐχείρουσθε

(너희는) 제압되고 있었다

ἐχείρουντο

(그들은) 제압되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εὐημερήσαντοσ δὲ τοῦ Καλλιστράτου καί θαυμασθέντοσ ὑπερφυῶσ, ἐκείνου μὲν ἐζήλωσε τὴν δόξαν, ὁρῶν προπεμπόμενον ὑπὸ τῶν πολλῶν καί μακαριζόμενον, τοῦ δὲ λόγου μᾶλλον ἐθαύμασε καί κατενόησε τὴν ἰσχὺν ὡσ πάντα χειροῦσθαι καί τιθασεύειν πεφυκότοσ. (Plutarch, Demosthenes, chapter 5 3:1)

    (플루타르코스, Demosthenes, chapter 5 3:1)

  • τῶν γὰρ ὄντων ἀγαθῶν καὶ καλῶν οὐδὲν ἄνευ πόνου καὶ ἐπιμελείασ θεοὶ διδόασιν ἀνθρώποισ, ἀλλ’ εἴτε τοὺσ θεοὺσ ἵλεωσ εἶναί σοι βούλει, θεραπευτέον τοὺσ θεούσ, εἴτε ὑπὸ φίλων ἐθέλεισ ἀγαπᾶσθαι, τοὺσ φίλουσ εὐεργετητέον, εἴτε ὑπό τινοσ πόλεωσ ἐπιθυμεῖσ τιμᾶσθαι, τὴν πόλιν ὠφελητέον, εἴτε ὑπὸ τῆσ Ἑλλάδοσ πάσησ ἀξιοῖσ ἐπ’ ἀρετῇ θαυμάζεσθαι, τὴν Ἑλλάδα πειρατέον εὖ ποιεῖν, εἴτε γῆν βούλει σοι καρποὺσ ἀφθόνουσ φέρειν, τὴν γῆν θεραπευτέον, εἴτε ἀπὸ βοσκημάτων οἰεί δεῖν πλουτίζεσθαι, τῶν βοσκημάτων ἐπιμελητέον, εἴτε διὰ πολέμου ὁρμᾷσ αὔξεσθαι καὶ βούλει δύνασθαι τούσ τε φίλουσ ἐλευθεροῦν καὶ τοὺσ ἐχθροὺσ χειροῦσθαι, τὰσ πολεμικὰσ τέχνασ αὐτάσ τε παρὰ τῶν ἐπισταμένων μαθητέον καὶ ὅπωσ αὐταῖσ δεῖ χρῆσθαι ἀσκητέον· (Xenophon, Memorabilia, , chapter 1 29:1)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 1 29:1)

  • γιγνώσκων δ’ ὅτι ἡ μὲν πορθουμένη καὶ ἐρημουμένη χώρα οὐκ ἂν δύναιτο πολὺν χρόνον στράτευμα φέρειν, ἡ δ’ οἰκουμένη μὲν σπειρομένη δὲ ἀέναον ἂν τὴν τροφὴν παρέχοι, ἐπεμέλετο οὐ μόνον τοῦ βίᾳ χειροῦσθαι τοὺσ ἐναντίουσ, ἀλλὰ καὶ τοῦ πρᾳότητι προσάγεσθαι. (Xenophon, Minor Works, , chapter 1 22:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 1 22:1)

  • ἐξὸν γὰρ αὐτῷ παρέντι τοὺσ διαπίπτοντασ ἑπομένῳ χειροῦσθαι τοὺσ ὄπισθεν οὐκ ἐποίησε τοῦτο, ἀλλ’ ἀντιμέτωποσ συνέρραξε τοῖσ Θηβαίοισ. (Xenophon, Minor Works, , chapter 2 13:2)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 2 13:2)

  • ἐχθροὺσ δ’ αὖ πῶσ ἂν φαίησ μάλιστα τοῖσ τυράννοισ ἐξεῖναι χειροῦσθαι, ὅταν εὖ εἰδῶσιν ὅτι ἐχθροὶ αὐτῶν εἰσι πάντεσ οἱ τυραννούμενοι, τούτουσ δὲ μήτε κατακαίνειν ἅπαντασ μήτε δεσμεύειν οἱο͂́ν τε ᾖ τίνων γὰρ ἔτι ἄρξει; (Xenophon, Minor Works, , chapter 6 15:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 6 15:1)

유의어

  1. 압도하다

  2. 제압하다

  3. to be subdued

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION