헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποδοχή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποδοχή

형태분석: ὑποδοχ (어간) + η (어미)

어원: u(pode/xomai

  1. 맞이, 시리즈, 오락, 접수
  2. 지지, 받침, 지원
  3. 짐작
  4. 저수지, 호수, 유수지
  1. a reception, entertainment, reception
  2. a harbouring
  3. means for entertaining
  4. acceptance, support
  5. a supposition, assumption
  6. a receptacle, reservoir

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὑποδοχή

맞이가

ὑποδοχᾱ́

맞이들이

ὑποδοχαί

맞이들이

속격 ὑποδοχῆς

맞이의

ὑποδοχαῖν

맞이들의

ὑποδοχῶν

맞이들의

여격 ὑποδοχῇ

맞이에게

ὑποδοχαῖν

맞이들에게

ὑποδοχαῖς

맞이들에게

대격 ὑποδοχήν

맞이를

ὑποδοχᾱ́

맞이들을

ὑποδοχᾱ́ς

맞이들을

호격 ὑποδοχή

맞이야

ὑποδοχᾱ́

맞이들아

ὑποδοχαί

맞이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ μὴν οὐ κατά γε σκιὰν μόνην οὐδὲ κατὰ πλατάνου κάλλοσ ἡ ὑποδοχή, οὐδ’ ἂν τὴν ἐπὶ τῷ Ἰλισσῷ καταλιπὼν τὴν ’ βασιλέωσ λέγῃσ τὴν χρυσῆν ἐκείνησ μὲν γὰρ ἐν τῇ πολυτελείᾳ μόνῃ τὸ θαῦμα, τέχνη δὲ ἢ κάλλοσ ἢ τέρψισ ἢ τὸ σύμμετρον ἢ τὸ εὔρυθμον οὐ συνείργαστο οὐδὲ κατεμέμικτο τῷ χρυσῷ, ἀλλ’ ἦν βαρβαρικὸν τὸ θέαμα, πλοῦτοσ μόνον καὶ φθόνοσ τῶν ἰδόντων καὶ εὐδαιμονισμὸσ τῶν ἐχόντων ἔπαινοσ δὲ οὐδαμοῦ προσῆν. (Lucian, De Domo, (no name) 5:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 5:1)

  • ἐπὶ τούτοισ τὰ Πελοπιδῶν καὶ Μυκῆναι καὶ τὰ ἐν αὐταῖσ καὶ πρὸ αὐτῶν, Ἴναχοσ καὶ Ιὢ καὶ ὁ φρουρὸσ αὐτῆσ Ἄργοσ καὶ Ἀτρεὺσ καὶ Θυέστησ καὶ Αἐρόπη, καὶ τὸ χρυσοῦν ἀρνίον καὶ Πελοπείασ ^ γάμοσ καὶ Ἀγαμέμνονοσ σφαγὴ καὶ Κλυταιμήστρασ τιμωρία καὶ ἔτι πρὸ τούτων ἡ τῶν ἑπτὰ λοχαγῶν στρατεία καὶ ἡ τῶν φυγάδων γαμβρῶν τοῦ Ἀδράστου ὑποδοχὴ καὶ ὁ ἐπ’ αὐτοῖσ χρησμὸσ καὶ ἡ τῶν πεσόντων ἀταφία καὶ Ἀντιγόνησ διὰ ταῦτα καὶ Μενοικέωσ ἀπώλεια. (Lucian, De saltatione, (no name) 43:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 43:1)

  • ξένου τὸ δεῖπνόν ἐστιν ὑποδοχή. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 9 2:8)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 9 2:8)

  • Ῥωμύλου δὲ τὴν ἐπώνυμον αὑτοῦ πόλιν οἰκίσαντοσ ἑκκαίδεκα γενεαῖσ τῶν Τρωικῶν ὕστερον, ἣν νῦν ἔχουσιν ὀνομασίαν μεταλαβόντεσ, ἔθνοσ τε μέγιστον ἐξ ἐλαχίστου γενέσθαι σὺν χρόνῳ παρεσκεύασαν καὶ περιφανέστατον ἐξ ἀδηλοτάτου, τῶν τε δεομένων οἰκήσεωσ παρὰ σφίσι φιλανθρώπῳ ὑποδοχῇ καὶ πολιτείασ μεταδόσει τοῖσ μετὰ τοῦ γενναίου ἐν πολέμῳ κρατηθεῖσι, δούλων τε ὅσοι παρ’ αὐτοῖσ ἐλευθερωθεῖεν ἀστοῖσ εἶναι συγχωρήσει, τύχησ τε ἀνθρώπων οὐδεμιᾶσ εἰ μέλλοι τὸ κοινὸν ὠφελεῖν ἀπαξιώσει· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 9 6:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 9 6:1)

  • μεγίστη δὲ καὶ κοινοτάτη τῶν εὐεργεσιῶν ἡ τῶν πανταχόθεν δυστυχούντων ὑποδοχὴ καὶ παραμυθία. (Aristides, Aelius, Orationes, 18:8)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 18:8)

유의어

  1. 맞이

  2. a harbouring

  3. means for entertaining

  4. 지지

  5. 짐작

  6. 저수지

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION