헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τορεία

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τορεία

형태분석: τορει (어간) + ᾱ (어미)

어원: toreu/w

  1. a carving in relief

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μετὰ δὲ τὰσ ὁπλοφόρουσ ἁμάξασ ἄνδρεσ ἐπἐπορεύοντο τρισχίλιοι νόμισμα φέροντεσ ἀργυροῦν ἐν ἀγγείοισ ἑπτακοσίοισ πεντήκοντα τριταλάντοισ, ὧν ἕκαστον ἀνὰ τέσσαρεσ ἐκόμιζον ἄλλοι δὲ κρατῆρασ ἀργυροῦσ καὶ κέρατα καὶ φιάλασ καὶ κύλικασ, εὖ διακεκοσμημένα πρὸσ θέαν ἕκαστα καὶ περιττὰ τῷ μεγέθει καὶ τῇ παχύτητι τῆσ τορείασ. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 32 5:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 32 5:1)

  • ἔτι δὲ καὶ ζῷα ἔξωθεν κύκλῳ ἔχειν καὶ ἕλικάσ τινασ καὶ τορείασ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 60:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 60:3)

  • ἐνδιέκειντο δὲ ταῖσ σχοινίσιν τῆσ τορείασ λίθοι πολυτελεῖσ παράλληλοι περόναισ χρυσαῖσ διὰ τρημάτων κατειλημμένοι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 12 78:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 12 78:2)

유의어

  1. a carving in relief

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION