- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τέρμων?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: termōn 고전 발음: [몬:] 신약 발음: []

기본형: τέρμων τέρμονος

형태분석: τερμων (어간)

어원: = τέρμα

  1. 경계, 한계
  2. 끝, 매듭
  1. a boundary
  2. an end

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τέρμων

경계가

τέρμονε

경계들이

τέρμονες

경계들이

속격 τέρμονος

경계의

τερμόνοιν

경계들의

τερμόνων

경계들의

여격 τέρμονι

경계에게

τερμόνοιν

경계들에게

τέρμοσι(ν)

경계들에게

대격 τέρμονα

경계를

τέρμονε

경계들을

τέρμονας

경계들을

호격 τέρμων

경계야

τέρμονε

경계들아

τέρμονες

경계들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τειχέων μὲν ἐντὸς οὐ βαίνω πόδα, δυοῖν δ ἅμιλλαν ξυντιθεὶς ἀφικόμην πρὸς τέρμονας γῆς τῆσδ, ἵν ἐκβάλω ποδὶ ἄλλην ἐπ αἰᾶν, εἴ μέ τις γνοίη σκοπῶν, ζητῶν τ ἀδελφήν: (Euripides, episode 5:5)

    (에우리피데스, episode 5:5)

  • ἐχρῆν δὲ καὶ τὸ ἔργον ἔτι φυλάττειν πιστὸν αὐτούς, οὗ χάριν θεοὺς ἐνόμισε τοὺς τέρμονας ὁ Νόμας, ἱκανουμένους τοῖς ἑαυτῶν κτήμασι, τῶν δ ἀλλοτρίων μήτε βίᾳ σφετεριζομένους μηδὲν μήτε δόλῳ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 74 8:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 74 8:2)

  • τοὺς δὲ πεμφθέντας κατασκοπῆς χάριν, ἐπειδὴ κατὰ τὸν πορθμὸν ἐγένοντο τὸν κατὰ τὴν Κάλπην, νομίσαντας τέρμονας εἶναι τῆς οἰκουμένης καὶ τῆς Ἡρακλέους στρατείας τὰ ἄκρα ποιοῦντα τὸν πορθμόν, ταῦτα δ αὐτὰ καὶ στήλας ὀνομάζειν τὸ λόγιον, κατασχεῖν εἴς τι χωρίον ἐντὸς τῶν στενῶν, ἐν ᾧ νῦν ἔστιν ἡ τῶν Ἐξιτανῶν πόλις: (Strabo, Geography, book 3, chapter 5 10:2)

    (스트라본, 지리학, book 3, chapter 5 10:2)

유의어

  1. 경계

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION