헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τεκτονικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τεκτονικός τεκτονική τεκτονικόν

형태분석: τεκτονικ (어간) + ος (어미)

어원: te/ktwn

  1. practised or skilled in building, a good carpenter or builder, joiners' work, carpentry

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 τεκτονικός

(이)가

τεκτονική

(이)가

τεκτονικόν

(것)가

속격 τεκτονικοῦ

(이)의

τεκτονικῆς

(이)의

τεκτονικοῦ

(것)의

여격 τεκτονικῷ

(이)에게

τεκτονικῇ

(이)에게

τεκτονικῷ

(것)에게

대격 τεκτονικόν

(이)를

τεκτονικήν

(이)를

τεκτονικόν

(것)를

호격 τεκτονικέ

(이)야

τεκτονική

(이)야

τεκτονικόν

(것)야

쌍수주/대/호 τεκτονικώ

(이)들이

τεκτονικᾱ́

(이)들이

τεκτονικώ

(것)들이

속/여 τεκτονικοῖν

(이)들의

τεκτονικαῖν

(이)들의

τεκτονικοῖν

(것)들의

복수주격 τεκτονικοί

(이)들이

τεκτονικαί

(이)들이

τεκτονικά

(것)들이

속격 τεκτονικῶν

(이)들의

τεκτονικῶν

(이)들의

τεκτονικῶν

(것)들의

여격 τεκτονικοῖς

(이)들에게

τεκτονικαῖς

(이)들에게

τεκτονικοῖς

(것)들에게

대격 τεκτονικούς

(이)들을

τεκτονικᾱ́ς

(이)들을

τεκτονικά

(것)들을

호격 τεκτονικοί

(이)들아

τεκτονικαί

(이)들아

τεκτονικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION