Ancient Greek-English Dictionary Language

ταρακτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ταρακτικός ταρακτική ταρακτικόν

Structure: ταρακτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tara/ssw

Sense

  1. disturbing

Examples

  • καταπληξάμενοσ δὲ τούτῳ τε καὶ τοῖσ ἄλλοισ συμβόλοισ τῆσ βασιλικῆσ ἡγεμονίασ τοὺσ ταρακτικοὺσ καὶ νεωτεριστάσ, τὸ κράτιστον τῶν ὑπὸ Σερουϊού Τυλλίου τοῦ δημοτικωτάτου βασιλέωσ κατασταθέντων νομίμων, πρῶτον ἐπέταξε ποιῆσαι Ῥωμαίοισ ἅπασι, τιμήσεισ κατὰ φυλὰσ τῶν βίων ἐνεγκεῖν, προσγράφοντασ γυναικῶν τε καὶ παίδων ὀνόματα καὶ ἡλικίασ ἑαυτῶν τε καὶ τέκνων. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 5, chapter 75 5:1)

Synonyms

  1. disturbing

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION