Ancient Greek-English Dictionary Language

ταρακτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ταρακτικός ταρακτική ταρακτικόν

Structure: ταρακτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tara/ssw

Sense

  1. disturbing

Examples

  • "διόπερ αἱ μὲν ὑγρότητεσ ἐν αἷσ ἂν ἑψηθῇ τι τῶν ὀστρέων ταρακτικαὶ καὶ ὑπακτικαὶ κοιλίασ εἰσίν, αἱ δὲ σάρκεσ τῶν ἑψομένων ὀστρέων ψόφουσ ποιοῦσιν ἐστερημέναι τῶν ὑγρῶν, τὰ δὲ ὀπτὰ τῶν ὀστρέων, ἐάν τισ αὐτὰ καλῶσ ὀπτήσῃ, ἀλυποτάτην ἔχει διάθεσιν πεπύρωται γάρ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 43 1:4)
  • καὶ καθάπερ αἱ τῶν μασχαλῶν ψηλαφήσεισ οὐκ ἴδιον οὐδὲ πρᾶον οὐδ’ ἵλεων γέλωτα τῇ ψυχῇ παρέχουσιν ἀλλ’ ἐοικότα σπασμῷ καὶ χαλεπόν, οὕτω πάλιν ὅσασ τὸ σῶμα νυττόμενον ὑπὸ τῆσ ψυχῆσ ἡδονὰσ ἴσχει καὶ ταραττόμενον, ἐκστατικαὶ καὶ ταρακτικαὶ αὗται καὶ ἀλλότριαι τῆσ φύσεώσ εἰσιν. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 7 4:1)

Synonyms

  1. disturbing

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION