헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συσκευάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συσκευάζω συσκευάσω

형태분석: συ (접두사) + σκευάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 일어나다, 일어서다, 오르다, 뜨다
  2. 일어나다, 일어서다, 오르다, 뜨다
  3. 모으다, 연합하다, 수집하다
  1. to make ready by putting together, to pack up
  2. to help in preparing, to contrive, concert, get up
  3. to pack up one's baggage, to pack up, all packed up, in marching order, ready for a start, with all, packed up and brought
  4. to contrive, get up, organise
  5. to bring together, scrape up for one's own use or advantage
  6. to arrange for one's own interests, band together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκευάζω

συσκευάζεις

συσκευάζει

쌍수 συσκευάζετον

συσκευάζετον

복수 συσκευάζομεν

συσκευάζετε

συσκευάζουσιν*

접속법단수 συσκευάζω

συσκευάζῃς

συσκευάζῃ

쌍수 συσκευάζητον

συσκευάζητον

복수 συσκευάζωμεν

συσκευάζητε

συσκευάζωσιν*

기원법단수 συσκευάζοιμι

συσκευάζοις

συσκευάζοι

쌍수 συσκευάζοιτον

συσκευαζοίτην

복수 συσκευάζοιμεν

συσκευάζοιτε

συσκευάζοιεν

명령법단수 συσκεύαζε

συσκευαζέτω

쌍수 συσκευάζετον

συσκευαζέτων

복수 συσκευάζετε

συσκευαζόντων, συσκευαζέτωσαν

부정사 συσκευάζειν

분사 남성여성중성
συσκευαζων

συσκευαζοντος

συσκευαζουσα

συσκευαζουσης

συσκευαζον

συσκευαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκευάζομαι

συσκευάζει, συσκευάζῃ

συσκευάζεται

쌍수 συσκευάζεσθον

συσκευάζεσθον

복수 συσκευαζόμεθα

συσκευάζεσθε

συσκευάζονται

접속법단수 συσκευάζωμαι

συσκευάζῃ

συσκευάζηται

쌍수 συσκευάζησθον

συσκευάζησθον

복수 συσκευαζώμεθα

συσκευάζησθε

συσκευάζωνται

기원법단수 συσκευαζοίμην

συσκευάζοιο

συσκευάζοιτο

쌍수 συσκευάζοισθον

συσκευαζοίσθην

복수 συσκευαζοίμεθα

συσκευάζοισθε

συσκευάζοιντο

명령법단수 συσκευάζου

συσκευαζέσθω

쌍수 συσκευάζεσθον

συσκευαζέσθων

복수 συσκευάζεσθε

συσκευαζέσθων, συσκευαζέσθωσαν

부정사 συσκευάζεσθαι

분사 남성여성중성
συσκευαζομενος

συσκευαζομενου

συσκευαζομενη

συσκευαζομενης

συσκευαζομενον

συσκευαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκευάσω

συσκευάσεις

συσκευάσει

쌍수 συσκευάσετον

συσκευάσετον

복수 συσκευάσομεν

συσκευάσετε

συσκευάσουσιν*

기원법단수 συσκευάσοιμι

συσκευάσοις

συσκευάσοι

쌍수 συσκευάσοιτον

συσκευασοίτην

복수 συσκευάσοιμεν

συσκευάσοιτε

συσκευάσοιεν

부정사 συσκευάσειν

분사 남성여성중성
συσκευασων

συσκευασοντος

συσκευασουσα

συσκευασουσης

συσκευασον

συσκευασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκευάσομαι

συσκευάσει, συσκευάσῃ

συσκευάσεται

쌍수 συσκευάσεσθον

συσκευάσεσθον

복수 συσκευασόμεθα

συσκευάσεσθε

συσκευάσονται

기원법단수 συσκευασοίμην

συσκευάσοιο

συσκευάσοιτο

쌍수 συσκευάσοισθον

συσκευασοίσθην

복수 συσκευασοίμεθα

συσκευάσοισθε

συσκευάσοιντο

부정사 συσκευάσεσθαι

분사 남성여성중성
συσκευασομενος

συσκευασομενου

συσκευασομενη

συσκευασομενης

συσκευασομενον

συσκευασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπειδὰν δὲ σημήνῃ τῷ κέρατι ὡσ ἀναπαύεσθαι, συσκευάζεσθε· (Xenophon, Anabasis, , chapter 2 5:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 2 5:3)

  • ἀπιόντεσ τοίνυν, ἔφη, συσκευάζεσθε, καὶ ἐπειδὰν παραγγέλλῃ τισ, ἕπεσθε τῷ ἡγουμένῳ. (Xenophon, Anabasis, , chapter 3 7:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 3 7:3)

  • καὶ ὑμεῖσ μὲν ἀπιόντεσ συσκευάζεσθε, ἐγὼ δὲ θύσομαι ἐπὶ τῇ ὁρμῇ· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 2 49:1)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 2 49:1)

유의어

  1. to make ready by putting together

  2. 일어나다

  3. 일어나다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION