헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναλύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναλύω

형태분석: συν (접두사) + ἀλύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to wander about with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναλύω

συναλύεις

συναλύει

쌍수 συναλύετον

συναλύετον

복수 συναλύομεν

συναλύετε

συναλύουσιν*

접속법단수 συναλύω

συναλύῃς

συναλύῃ

쌍수 συναλύητον

συναλύητον

복수 συναλύωμεν

συναλύητε

συναλύωσιν*

기원법단수 συναλύοιμι

συναλύοις

συναλύοι

쌍수 συναλύοιτον

συναλυοίτην

복수 συναλύοιμεν

συναλύοιτε

συναλύοιεν

명령법단수 συνάλυε

συναλυέτω

쌍수 συναλύετον

συναλυέτων

복수 συναλύετε

συναλυόντων, συναλυέτωσαν

부정사 συναλύειν

분사 남성여성중성
συναλυων

συναλυοντος

συναλυουσα

συναλυουσης

συναλυον

συναλυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναλύομαι

συναλύει, συναλύῃ

συναλύεται

쌍수 συναλύεσθον

συναλύεσθον

복수 συναλυόμεθα

συναλύεσθε

συναλύονται

접속법단수 συναλύωμαι

συναλύῃ

συναλύηται

쌍수 συναλύησθον

συναλύησθον

복수 συναλυώμεθα

συναλύησθε

συναλύωνται

기원법단수 συναλυοίμην

συναλύοιο

συναλύοιτο

쌍수 συναλύοισθον

συναλυοίσθην

복수 συναλυοίμεθα

συναλύοισθε

συναλύοιντο

명령법단수 συναλύου

συναλυέσθω

쌍수 συναλύεσθον

συναλυέσθων

복수 συναλύεσθε

συναλυέσθων, συναλυέσθωσαν

부정사 συναλύεσθαι

분사 남성여성중성
συναλυομενος

συναλυομενου

συναλυομενη

συναλυομενης

συναλυομενον

συναλυομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to wander about with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION