헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνακούω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνακούω συνακούσομαι

형태분석: συν (접두사) + ἀκού (어간) + ω (인칭어미)

  1. 듣다, 알게 되다, 접하다
  1. to hear along with or at the same time, to hear

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνακούω

(나는) 듣는다

συνακούεις

(너는) 듣는다

συνακούει

(그는) 듣는다

쌍수 συνακούετον

(너희 둘은) 듣는다

συνακούετον

(그 둘은) 듣는다

복수 συνακούομεν

(우리는) 듣는다

συνακούετε

(너희는) 듣는다

συνακούουσιν*

(그들은) 듣는다

접속법단수 συνακούω

(나는) 듣자

συνακούῃς

(너는) 듣자

συνακούῃ

(그는) 듣자

쌍수 συνακούητον

(너희 둘은) 듣자

συνακούητον

(그 둘은) 듣자

복수 συνακούωμεν

(우리는) 듣자

συνακούητε

(너희는) 듣자

συνακούωσιν*

(그들은) 듣자

기원법단수 συνακούοιμι

(나는) 듣기를 (바라다)

συνακούοις

(너는) 듣기를 (바라다)

συνακούοι

(그는) 듣기를 (바라다)

쌍수 συνακούοιτον

(너희 둘은) 듣기를 (바라다)

συνακουοίτην

(그 둘은) 듣기를 (바라다)

복수 συνακούοιμεν

(우리는) 듣기를 (바라다)

συνακούοιτε

(너희는) 듣기를 (바라다)

συνακούοιεν

(그들은) 듣기를 (바라다)

명령법단수 συνάκουε

(너는) 들어라

συνακουέτω

(그는) 들어라

쌍수 συνακούετον

(너희 둘은) 들어라

συνακουέτων

(그 둘은) 들어라

복수 συνακούετε

(너희는) 들어라

συνακουόντων, συνακουέτωσαν

(그들은) 들어라

부정사 συνακούειν

듣는 것

분사 남성여성중성
συνακουων

συνακουοντος

συνακουουσα

συνακουουσης

συνακουον

συνακουοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνακούομαι

(나는) 들려진다

συνακούει, συνακούῃ

(너는) 들려진다

συνακούεται

(그는) 들려진다

쌍수 συνακούεσθον

(너희 둘은) 들려진다

συνακούεσθον

(그 둘은) 들려진다

복수 συνακουόμεθα

(우리는) 들려진다

συνακούεσθε

(너희는) 들려진다

συνακούονται

(그들은) 들려진다

접속법단수 συνακούωμαι

(나는) 들려지자

συνακούῃ

(너는) 들려지자

συνακούηται

(그는) 들려지자

쌍수 συνακούησθον

(너희 둘은) 들려지자

συνακούησθον

(그 둘은) 들려지자

복수 συνακουώμεθα

(우리는) 들려지자

συνακούησθε

(너희는) 들려지자

συνακούωνται

(그들은) 들려지자

기원법단수 συνακουοίμην

(나는) 들려지기를 (바라다)

συνακούοιο

(너는) 들려지기를 (바라다)

συνακούοιτο

(그는) 들려지기를 (바라다)

쌍수 συνακούοισθον

(너희 둘은) 들려지기를 (바라다)

συνακουοίσθην

(그 둘은) 들려지기를 (바라다)

복수 συνακουοίμεθα

(우리는) 들려지기를 (바라다)

συνακούοισθε

(너희는) 들려지기를 (바라다)

συνακούοιντο

(그들은) 들려지기를 (바라다)

명령법단수 συνακούου

(너는) 들려져라

συνακουέσθω

(그는) 들려져라

쌍수 συνακούεσθον

(너희 둘은) 들려져라

συνακουέσθων

(그 둘은) 들려져라

복수 συνακούεσθε

(너희는) 들려져라

συνακουέσθων, συνακουέσθωσαν

(그들은) 들려져라

부정사 συνακούεσθαι

들려지는 것

분사 남성여성중성
συνακουομενος

συνακουομενου

συνακουομενη

συνακουομενης

συνακουομενον

συνακουομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνακούσομαι

(나는) 듣겠다

συνακούσει, συνακούσῃ

(너는) 듣겠다

συνακούσεται

(그는) 듣겠다

쌍수 συνακούσεσθον

(너희 둘은) 듣겠다

συνακούσεσθον

(그 둘은) 듣겠다

복수 συνακουσόμεθα

(우리는) 듣겠다

συνακούσεσθε

(너희는) 듣겠다

συνακούσονται

(그들은) 듣겠다

기원법단수 συνακουσοίμην

(나는) 듣겠기를 (바라다)

συνακούσοιο

(너는) 듣겠기를 (바라다)

συνακούσοιτο

(그는) 듣겠기를 (바라다)

쌍수 συνακούσοισθον

(너희 둘은) 듣겠기를 (바라다)

συνακουσοίσθην

(그 둘은) 듣겠기를 (바라다)

복수 συνακουσοίμεθα

(우리는) 듣겠기를 (바라다)

συνακούσοισθε

(너희는) 듣겠기를 (바라다)

συνακούσοιντο

(그들은) 듣겠기를 (바라다)

부정사 συνακούσεσθαι

들을 것

분사 남성여성중성
συνακουσομενος

συνακουσομενου

συνακουσομενη

συνακουσομενης

συνακουσομενον

συνακουσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνήκουον

(나는) 듣고 있었다

συνήκουες

(너는) 듣고 있었다

συνήκουεν*

(그는) 듣고 있었다

쌍수 συνηκούετον

(너희 둘은) 듣고 있었다

συνηκουέτην

(그 둘은) 듣고 있었다

복수 συνηκούομεν

(우리는) 듣고 있었다

συνηκούετε

(너희는) 듣고 있었다

συνήκουον

(그들은) 듣고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηκουόμην

(나는) 들려지고 있었다

συνήκουου

(너는) 들려지고 있었다

συνηκούετο

(그는) 들려지고 있었다

쌍수 συνηκούεσθον

(너희 둘은) 들려지고 있었다

συνηκουέσθην

(그 둘은) 들려지고 있었다

복수 συνηκουόμεθα

(우리는) 들려지고 있었다

συνηκούεσθε

(너희는) 들려지고 있었다

συνηκούοντο

(그들은) 들려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 듣다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION