헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπῑ́νω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπῑ́νω συμπῑ́ομαι συνἔπιον συμπέπωκα συμπέπομαι συνἐπόθην

형태분석: συμ (접두사) + πῑ́ν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흡수하다, 빨아들이다
  2. 적시다, 우려내다
  1. I drink together
  2. I absorb
  3. I soak

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπῑ́νω

συμπῑ́νεις

συμπῑ́νει

쌍수 συμπῑ́νετον

συμπῑ́νετον

복수 συμπῑ́νομεν

συμπῑ́νετε

συμπῑ́νουσιν*

접속법단수 συμπῑ́νω

συμπῑ́νῃς

συμπῑ́νῃ

쌍수 συμπῑ́νητον

συμπῑ́νητον

복수 συμπῑ́νωμεν

συμπῑ́νητε

συμπῑ́νωσιν*

기원법단수 συμπῑ́νοιμι

συμπῑ́νοις

συμπῑ́νοι

쌍수 συμπῑ́νοιτον

συμπῑνοίτην

복수 συμπῑ́νοιμεν

συμπῑ́νοιτε

συμπῑ́νοιεν

명령법단수 συμπῑ́νε

συμπῑνέτω

쌍수 συμπῑ́νετον

συμπῑνέτων

복수 συμπῑ́νετε

συμπῑνόντων, συμπῑνέτωσαν

부정사 συμπῑ́νειν

분사 남성여성중성
συμπῑνων

συμπῑνοντος

συμπῑνουσα

συμπῑνουσης

συμπῑνον

συμπῑνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπῑ́νομαι

συμπῑ́νει, συμπῑ́νῃ

συμπῑ́νεται

쌍수 συμπῑ́νεσθον

συμπῑ́νεσθον

복수 συμπῑνόμεθα

συμπῑ́νεσθε

συμπῑ́νονται

접속법단수 συμπῑ́νωμαι

συμπῑ́νῃ

συμπῑ́νηται

쌍수 συμπῑ́νησθον

συμπῑ́νησθον

복수 συμπῑνώμεθα

συμπῑ́νησθε

συμπῑ́νωνται

기원법단수 συμπῑνοίμην

συμπῑ́νοιο

συμπῑ́νοιτο

쌍수 συμπῑ́νοισθον

συμπῑνοίσθην

복수 συμπῑνοίμεθα

συμπῑ́νοισθε

συμπῑ́νοιντο

명령법단수 συμπῑ́νου

συμπῑνέσθω

쌍수 συμπῑ́νεσθον

συμπῑνέσθων

복수 συμπῑ́νεσθε

συμπῑνέσθων, συμπῑνέσθωσαν

부정사 συμπῑ́νεσθαι

분사 남성여성중성
συμπῑνομενος

συμπῑνομενου

συμπῑνομενη

συμπῑνομενης

συμπῑνομενον

συμπῑνομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δέ ποτε κἀκείνων τινὰσ ἑστιᾶν διὰ μακροῦ ἐθελήσετε, πλέον τοῦ εὐφραίνοντοσ ἐνεῖναι τὸ ἀνιαρὸν τῷ δείπνῳ, καὶ τὰ πολλὰ ἐφ̓ ὕβρει αὐτῶν γίνεσθαι, οἱο͂ν ἐκεῖνο τὸ μὴ τοῦ αὐτοῦ οἴνου συμπίνειν, Ἡράκλεισ, ὡσ ἀνελεύθερον· (Lucian, Saturnalia, letter 3 2:2)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 3 2:2)

  • αὐλητὴν καὶ τοὺσ ἄλλουσ τοὺσ εἰθισμένουσ αὐτῷ συμπίνειν περιήγετο γὰρ πανταχοῦ τοὺσ τοιούτουσ ὁ Φίλιπποσ καὶ κατασκευασάμενοσ ἦν ὄργανα πολλὰ συμποσίου καὶ συνουσίασ, ὢν γὰρ φιλοπότησ καὶ τὸν τρόπον ἀκόλαστοσ καὶ βωμολόχουσ εἶχε περὶ αὑτὸν συχνοὺσ καὶ τῶν περὶ τὴν μουσικὴν ὄντων καὶ τῶν τὰ γέλοια λεγόντων, πιὼν δὲ τὴν νύκτα πᾶσαν καὶ μεθυσθεὶσ ἐπὶ πολὺ καὶ παραπαίσασ ἀφεὶσ ἅπαντασ τοὺσ ἄλλουσ ἀπαλλάττεσθαι ἤδη πρὸσ ἡμέραν ἐκώμαζεν ὡσ τοὺσ πρέσβεισ τοὺσ τῶν Ἀθηναίων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 46 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 46 2:1)

  • ὅθεν οὔτε τὸ συνεσθίειν ἀδελφῷ καὶ συμπίνειν οὔτε τὸ συμπαίζειν καὶ συνδιημερεύειν οὕτω συνεκτικόν ἐστιν ὁμονοίασ, ὡσ τὸ συμφιλεῖν καὶ συνεχθραίνειν ἥδεσθαι τε τοῖσ αὐτοῖσ συνόντα καὶ πάλιν βδελύττεσθαι καὶ φεύγειν. (Plutarch, De fraterno amore, section 204)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 204)

  • ὅθεν οὔτε τὸ συνεσθίειν ἀδελφοὺσ καὶ συμπίνειν οὔτε τὸ συμπαίζειν καὶ συνδιημερεύειν οὕτω συνεκτικόν ἐστιν ὁμονοίασ, ὡσ τὸ συμφιλεῖν καὶ συνεχθραίνειν ἥδεσθαι τε τοῖσ αὐτοῖσ συνόντα καὶ τοὺσ αὐτοὺσ βδελύσσεσθαι καὶ φεύγειν. (Plutarch, De fraterno amore, section 20 3:2)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 20 3:2)

  • τούτου δ’ οὐδέν τι βελτίων ὁ βουλόμενοσ ἅμα μὲν Ἐμπεδοκλῆσ ἢ Πλάτων ἢ Δημόκριτοσ εἶναι περὶ κόσμου γράφων καὶ τῆσ τῶν ὄντων ἀληθείασ, ἅμα δὲ πλουσίᾳ γραῒ συγκαθεύδειν ὡσ Εὐφορίων, ἢ τῶν ἐπικώμων ὢν Ἀλεξάνδρῳ συμπίνειν ὡσ Μήδειοσ· (Plutarch, De tranquilitate animi, section 13 2:1)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 13 2:1)

유의어

  1. I drink together

  2. 흡수하다

  3. 적시다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION