Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπεριφέρω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπεριφέρω συμπεριοίσω

Structure: συμπεριφέρ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to carry round along with or together
  2. to be carried round together
  3. to have intercourse with, to adapt oneself to
  4. to be well acquainted with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπεριφέρω συμπεριφέρεις συμπεριφέρει
Dual συμπεριφέρετον συμπεριφέρετον
Plural συμπεριφέρομεν συμπεριφέρετε συμπεριφέρουσιν*
SubjunctiveSingular συμπεριφέρω συμπεριφέρῃς συμπεριφέρῃ
Dual συμπεριφέρητον συμπεριφέρητον
Plural συμπεριφέρωμεν συμπεριφέρητε συμπεριφέρωσιν*
OptativeSingular συμπεριφέροιμι συμπεριφέροις συμπεριφέροι
Dual συμπεριφέροιτον συμπεριφεροίτην
Plural συμπεριφέροιμεν συμπεριφέροιτε συμπεριφέροιεν
ImperativeSingular συμπερίφερε συμπεριφερέτω
Dual συμπεριφέρετον συμπεριφερέτων
Plural συμπεριφέρετε συμπεριφερόντων, συμπεριφερέτωσαν
Infinitive συμπεριφέρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπεριφερων συμπεριφεροντος συμπεριφερουσα συμπεριφερουσης συμπεριφερον συμπεριφεροντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπεριφέρομαι συμπεριφέρει, συμπεριφέρῃ συμπεριφέρεται
Dual συμπεριφέρεσθον συμπεριφέρεσθον
Plural συμπεριφερόμεθα συμπεριφέρεσθε συμπεριφέρονται
SubjunctiveSingular συμπεριφέρωμαι συμπεριφέρῃ συμπεριφέρηται
Dual συμπεριφέρησθον συμπεριφέρησθον
Plural συμπεριφερώμεθα συμπεριφέρησθε συμπεριφέρωνται
OptativeSingular συμπεριφεροίμην συμπεριφέροιο συμπεριφέροιτο
Dual συμπεριφέροισθον συμπεριφεροίσθην
Plural συμπεριφεροίμεθα συμπεριφέροισθε συμπεριφέροιντο
ImperativeSingular συμπεριφέρου συμπεριφερέσθω
Dual συμπεριφέρεσθον συμπεριφερέσθων
Plural συμπεριφέρεσθε συμπεριφερέσθων, συμπεριφερέσθωσαν
Infinitive συμπεριφέρεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπεριφερομενος συμπεριφερομενου συμπεριφερομενη συμπεριφερομενης συμπεριφερομενον συμπεριφερομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπεριοίσω συμπεριοίσεις συμπεριοίσει
Dual συμπεριοίσετον συμπεριοίσετον
Plural συμπεριοίσομεν συμπεριοίσετε συμπεριοίσουσιν*
OptativeSingular συμπεριοίσοιμι συμπεριοίσοις συμπεριοίσοι
Dual συμπεριοίσοιτον συμπεριοισοίτην
Plural συμπεριοίσοιμεν συμπεριοίσοιτε συμπεριοίσοιεν
Infinitive συμπεριοίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπεριοισων συμπεριοισοντος συμπεριοισουσα συμπεριοισουσης συμπεριοισον συμπεριοισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπεριοίσομαι συμπεριοίσει, συμπεριοίσῃ συμπεριοίσεται
Dual συμπεριοίσεσθον συμπεριοίσεσθον
Plural συμπεριοισόμεθα συμπεριοίσεσθε συμπεριοίσονται
OptativeSingular συμπεριοισοίμην συμπεριοίσοιο συμπεριοίσοιτο
Dual συμπεριοίσοισθον συμπεριοισοίσθην
Plural συμπεριοισοίμεθα συμπεριοίσοισθε συμπεριοίσοιντο
Infinitive συμπεριοίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπεριοισομενος συμπεριοισομενου συμπεριοισομενη συμπεριοισομενης συμπεριοισομενον συμπεριοισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Λακύδησ δὲ καὶ Τίμων οἱ φιλόσοφοι κληθέντεσ πρόσ τινα τῶν γνωρίμων ἐπὶ δύο ἡμέρασ καὶ βουλόμενοι συμπεριφέρεσθαι τοῖσ παροῦσιν ἔπινον προθυμότερον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 50 3:1)
  • οὐ μικρᾶσ οὖν οὔσησ διαφορᾶσ ἐν τοῖσ τούτων ἤθεσιν, Λακεδαιμόνιοι μὲν μάλιστα τῶν ἄλλων Δωριέων τὰ πάτρια διαφυλάττουσιν, Θεσσαλοὶ δὲ οὗτοι γάρ εἰσιν οἱ τὴν ἀρχὴν τοῦ γένουσ Αἰολεῦσιν μεταδόντεσ παραπλήσιον αἰεὶ ποιοῦνται τοῦ βίου τὴν ἀγωγὴν Ιὤνων δὲ τὸ πολὺ πλῆθοσ ἠλλοίωται διὰ τὸ συμπεριφέρεσθαι τοῖσ αἰεὶ δυναστεύουσιν αὐτοῖσ τῶν βαρβάρων, τὴν οὖν ἀγωγὴν τῆσ μελῳδίασ ἣν οἱ Δωριεῖσ ἐποιοῦντο Δώριον ἐκάλουν ἁρμονίαν ἐκάλουν δὲ καὶ Αἰολίδα ἁρμονίαν ἣν Αἰολεῖσ ᾖδον Ιἀστὶ δὲ τὴν τρίτην ἔφασκον ἣν ἤκουον ᾀδόντων τῶν Ιὤνων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 194)
  • ἐλαφρῶσ συμπεριφέρεσθαι καὶ μετρίωσ εὐκολώτατοσ ἀνθρώποισ ὁμιλεῖν γίγνεται καὶ πραότατοσ; (Plutarch, De tranquilitate animi, section 7 13:1)
  • τοῖσ γὰρ καιροῖσ συμπεριφέρεσθαι ἀνάγκη πρὸσ τὸ κράτιστον καὶ τὸν ἄνδρα καὶ τὴν πόλιν. (Aeschines, Speeches, , section 1647)
  • οὐδὲν γὰρ ἄλλο δηλοῖ ἢ τὴν ἅμα φορὰν τῆσ ψυχῆσ μετὰ τῶν πραγμάτων, καὶ τὰ ὑπὸ τοῦ τοιούτου πραττόμενα "συμφέροντά" τε καὶ "σύμφορα" κεκλῆσθαι ἀπὸ τοῦ συμπεριφέρεσθαι ἐοίκε, τὸ δέ γε "κερδαλέον" ἀπὸ τοῦ κέρδουσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 204:3)

Synonyms

  1. to carry round along with or together

  2. to be carried round together

  3. to have intercourse with

  4. to be well acquainted with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION