Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπερινοστέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπερινοστέω συμπερινοστήσω

Structure: συμπερινοστέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go round together with, follow along with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπερινόστω συμπερινόστεις συμπερινόστει
Dual συμπερινόστειτον συμπερινόστειτον
Plural συμπερινόστουμεν συμπερινόστειτε συμπερινόστουσιν*
SubjunctiveSingular συμπερινόστω συμπερινόστῃς συμπερινόστῃ
Dual συμπερινόστητον συμπερινόστητον
Plural συμπερινόστωμεν συμπερινόστητε συμπερινόστωσιν*
OptativeSingular συμπερινόστοιμι συμπερινόστοις συμπερινόστοι
Dual συμπερινόστοιτον συμπερινοστοίτην
Plural συμπερινόστοιμεν συμπερινόστοιτε συμπερινόστοιεν
ImperativeSingular συμπερινο͂στει συμπερινοστεῖτω
Dual συμπερινόστειτον συμπερινοστεῖτων
Plural συμπερινόστειτε συμπερινοστοῦντων, συμπερινοστεῖτωσαν
Infinitive συμπερινόστειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπερινοστων συμπερινοστουντος συμπερινοστουσα συμπερινοστουσης συμπερινοστουν συμπερινοστουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπερινόστουμαι συμπερινόστει, συμπερινόστῃ συμπερινόστειται
Dual συμπερινόστεισθον συμπερινόστεισθον
Plural συμπερινοστοῦμεθα συμπερινόστεισθε συμπερινόστουνται
SubjunctiveSingular συμπερινόστωμαι συμπερινόστῃ συμπερινόστηται
Dual συμπερινόστησθον συμπερινόστησθον
Plural συμπερινοστώμεθα συμπερινόστησθε συμπερινόστωνται
OptativeSingular συμπερινοστοίμην συμπερινόστοιο συμπερινόστοιτο
Dual συμπερινόστοισθον συμπερινοστοίσθην
Plural συμπερινοστοίμεθα συμπερινόστοισθε συμπερινόστοιντο
ImperativeSingular συμπερινόστου συμπερινοστεῖσθω
Dual συμπερινόστεισθον συμπερινοστεῖσθων
Plural συμπερινόστεισθε συμπερινοστεῖσθων, συμπερινοστεῖσθωσαν
Infinitive συμπερινόστεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπερινοστουμενος συμπερινοστουμενου συμπερινοστουμενη συμπερινοστουμενης συμπερινοστουμενον συμπερινοστουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπερινοστήσω συμπερινοστήσεις συμπερινοστήσει
Dual συμπερινοστήσετον συμπερινοστήσετον
Plural συμπερινοστήσομεν συμπερινοστήσετε συμπερινοστήσουσιν*
OptativeSingular συμπερινοστήσοιμι συμπερινοστήσοις συμπερινοστήσοι
Dual συμπερινοστήσοιτον συμπερινοστησοίτην
Plural συμπερινοστήσοιμεν συμπερινοστήσοιτε συμπερινοστήσοιεν
Infinitive συμπερινοστήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπερινοστησων συμπερινοστησοντος συμπερινοστησουσα συμπερινοστησουσης συμπερινοστησον συμπερινοστησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπερινοστήσομαι συμπερινοστήσει, συμπερινοστήσῃ συμπερινοστήσεται
Dual συμπερινοστήσεσθον συμπερινοστήσεσθον
Plural συμπερινοστησόμεθα συμπερινοστήσεσθε συμπερινοστήσονται
OptativeSingular συμπερινοστησοίμην συμπερινοστήσοιο συμπερινοστήσοιτο
Dual συμπερινοστήσοισθον συμπερινοστησοίσθην
Plural συμπερινοστησοίμεθα συμπερινοστήσοισθε συμπερινοστήσοιντο
Infinitive συμπερινοστήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπερινοστησομενος συμπερινοστησομενου συμπερινοστησομενη συμπερινοστησομενης συμπερινοστησομενον συμπερινοστησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to go round together with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION