- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμφυής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: symphyēs 고전 발음: [쉼퓌에:] 신약 발음: [쉼퓌에]

기본형: συμφυής συμφυές

형태분석: συμφυη (어간) + ς (어미)

어원: φύομαι

  1. 자연스러운, 당연한, 고유의, 타고난
  1. born with one, congenital, natural
  2. adapted by nature
  3. attached, adhering, to

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 συμφυής

자연스러운 (이)가

σύμφυες

자연스러운 (것)가

속격 συμφυούς

자연스러운 (이)의

συμφύους

자연스러운 (것)의

여격 συμφυεί

자연스러운 (이)에게

συμφύει

자연스러운 (것)에게

대격 συμφυή

자연스러운 (이)를

σύμφυες

자연스러운 (것)를

호격 συμφυές

자연스러운 (이)야

σύμφυες

자연스러운 (것)야

쌍수주/대/호 συμφυεί

자연스러운 (이)들이

συμφύει

자연스러운 (것)들이

속/여 συμφυοίν

자연스러운 (이)들의

συμφύοιν

자연스러운 (것)들의

복수주격 συμφυείς

자연스러운 (이)들이

συμφύη

자연스러운 (것)들이

속격 συμφυών

자연스러운 (이)들의

συμφύων

자연스러운 (것)들의

여격 συμφυέσι(ν)

자연스러운 (이)들에게

συμφύεσι(ν)

자연스러운 (것)들에게

대격 συμφυείς

자연스러운 (이)들을

συμφύη

자연스러운 (것)들을

호격 συμφυείς

자연스러운 (이)들아

συμφύη

자연스러운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 συμφυής

συμφυούς

자연스러운 (이)의

συμφυέστερος

συμφυεστέρου

더 자연스러운 (이)의

συμφυέστατος

συμφυεστάτου

가장 자연스러운 (이)의

부사 συμφυέως

συμφυέστερον

συμφυέστατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σχεδὸν οὖν καὶ γάμος ὁ μὲν τῶν ἐρώντων ἡνωμένος καὶ συμφυής ἐστιν, ὁ δὲ τῶν διὰ προῖκας ἢ τέκνα γαμούντων ἐκ συναπτομένων, ὁ δὲ τῶν οὐ συγκαθευδόντων ἐκ διεστώτων, οὓς συνοικεῖν ἄν τις ἀλλήλοις οὐ συμβιοῦν νομίσειε. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 34 2:1)

    (플루타르코스, Conjugalia Praecepta, chapter, section 34 2:1)

  • ἀδελφὸς δὲ πολεμῶν ἀδελφῷ καὶ κτώμενος ὀθνεῖον ἐξ ἀγορᾶς ἢ παλαίστρας ἑταῖρον οὐθὲν ἐοίκεν ἄλλο ποιεῖν ἢ σάρκινον καὶ συμφυὲς ἑκουσίως ἀποκόψας μέλος ἀλλότριον προστίθεσθαι καὶ προσαρμόττειν. (Plutarch, De fraterno amore, section 32)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 32)

  • ἀδελφὸς δὲ πολεμῶν ἀδελφῷ καὶ ὀθνεῖον ἐξ ἀγορᾶς ἢ παλαίστρας ἑταῖρον οὐθὲν ἐοίκεν ἄλλο ποιεῖν ἢ σάρκινον καὶ συμφυὲς· (Plutarch, De fraterno amore, section 3 1:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 3 1:1)

  • "ἐστὶ δ ὁ μὲν κτεὶς τραχυόστρακος, ῥαβδωτός, τὸ δὲ τῆθος ἀράβδωτον, λειόστρακον, ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον, τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον, δίθυρον δὲ καὶ τραχυόστρακον, λεπὰς δὲ μονόθυρον καὶ λειόστρακον, συμφυὲς δὲ μῦς, μονοφυὲς δὲ καὶ λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος, κοινὸν δ ἐξ ἀμφοῖν κόγχη. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 35 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 35 2:2)

  • 7 σημαίνει δὲ καὶ τὸ συμφυὲς καὶ τὸ συνεζευγμένον κατ ἀριθμόν, ὡς ἐν τούτοις: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 81 2:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 81 2:5)

  • ὁ δὲ βουλόμενος εἶναι καὶ δοκεῖν ὁμοίως ἡδὺς ἅμα καὶ πιστὸς τοῖς χείροσι μᾶλλον ὑποκρίνεται χαίρειν, ὡς ὑπὸ τοῦ σφόδρα φιλεῖν οὐδὲ τὰ φαῦλα δυσχεραίνων, ἀλλὰ συμπαθὴς πᾶσι καὶ συμφυὴς γιγνόμενος. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 9 8:3)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 9 8:3)

  • τούτου δὲ οὐθέν ἐστι βλαβερώτερον ταῖς πόλεσιν οὐδὲ ὃ μᾶλλον στάσιν ἐγείρει καὶ διαφοράν, ὥσπερ ἐπὶ τῶν σωμάτωνὁ προσγενόμενος ὄγκος, ἂν μὲν οἰκεῖος ᾖ τῷ λοιπῷ σώματι καὶ συμφυής, εὐεξίαν ποιεῖ καὶ μέγεθος: (Dio, Chrysostom, Orationes, 28:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 28:2)

  • διείργει δ ἑκάτερον τῶν λεχθέντων πεδίων ἀπὸ θατέρου μέγας τις αὐχὴν τῶν εἰρημένων ἀγκώνων ἐπ εὐθείας, ἀπὸ τοῦ νῦν Ἰλίου τὴν ἀρχὴν ἔχων συμφυὴς αὐτῷ, τεινόμενος δ ἑώς τῆς Κεβρηνίας καὶ ἀποτελῶν τὸ Ε γράμμα πρὸς τοὺς ἑκατέρωθεν ἀγκῶνας. (Strabo, Geography, Book 13, chapter 1 60:8)

    (스트라본, 지리학, Book 13, chapter 1 60:8)

유의어

  1. 자연스러운

  2. adapted by nature

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION