συμφεύγω
Non-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
συμφεύγω
συμφεύξομαι
Structure:
συμ
(Prefix)
+
φεύγ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to flee along with
- to be banished along with or together, shared in
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐ γὰρ ἐξήρκεσε τὸ σῶμα τὸ ἑαυτοῦ καὶ τὰ χρήματα μόνον ὑπεκθέσθαι, ἀλλὰ καὶ τὰ ἱερὰ τὰ πατρῷα, ἃ τοῖσ ὑμετέροισ νομίμοισ καὶ πατρίοισ ἔθεσιν οἱ πρόγονοι παρέδοσαν αὐτῷ ἱδρυσάμενοι, ταῦτα μετεπέμψατο εἰσ Μέγαρα καὶ ἐξήγαγεν ἐκ τῆσ χώρασ, οὐδὲ τὴν ἐπωνυμίαν τῶν πατρῴων ἱερῶν φοβηθείσ, ὅτι ἐκ τῆσ πατρίδοσ αὐτὰ κινήσασ συμφεύγειν αὑτῷ ἐκλείποντα τοὺσ νεὼσ καὶ τὴν χώραν ἣν κατεῖχεν, ἠξίωσε, καὶ ἱδρῦσθαι ἐπὶ ξένησ καὶ ἀλλοτρίασ, καὶ εἶναι ὀθνεῖα τῇ χώρᾳ καὶ τοῖσ νομίμοισ τοῖσ κατὰ τὴν Μεγαρέων πόλιν εἰθισμένοισ. (Lycurgus, Speeches, 37:2)
- ὁ μὲν οὖν Πομπήϊοσ οὔτε δύναμιν ἔχων ἑτοίμην οὔτε οὓσ κατέλεγε τότε προθύμουσ ὁρῶν ἐξέλιπε τὴν Ῥώμην, ὁ δὲ Κάτων ἕπεσθαι καὶ συμφεύγειν ἐγνωκώσ τὸν μὲν νεώτερον υἱὸν εἰσ Βρεττίουσ ὑπεξέθετο πρὸσ Μουνάτιον, τὸν δὲ πρεσβύτερον εἶχε σὺν ἑαυτῷ. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 52 3:1)
- Λέντλοσ δέ, ἀξιούσησ αὐτῷ συμφεύγειν τῆσ γυναικὸσ καὶ ἐσ τοῦτο αὐτὸν ἐπιτηρούσησ, οὐκ ἐθέλων αὐτὴν συγκινδυνεύειν ἑαυτῷ, λαθὼν ἔφυγεν ἐσ Σικελίαν, στρατηγὸσ δὲ ἀποδειχθεὶσ ὑπὸ Πομπηίου ἐσήμηνεν, ὅτι σῴζοιτο καὶ στρατηγοίη. (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 6 4:5)
- σκάφη δ’ ἦν αὐτοῖσ ἐπὶ τῆσ λίμνησ παρεσκευασμένα πολλὰ πρόσ τε τὸ συμφεύγειν ἐπὶ γῆσ ἡττωμένουσ, κἂν εἰ δέοι, διαναυμαχεῖν ἐξηρτυμένα. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 555:1)
- τοῖσι δὲ βασιλεῦσι δόξαι ἐν τῇ ἑωυτῶν κεῖσθαι ἀποθανόντασ μηδὲ συμφεύγειν τῷ δήμῳ, λογισαμένουσ ὅσα τε ἀγαθὰ πεπόνθασι καὶ ὅσα φεύγοντασ ἐκ τῆσ πατρίδοσ κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν. (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 11 4:3)
Synonyms
-
to flee along with
-
to be banished along with or together
Derived
- ἀναφεύγω (to flee up, to escape, to disappear gradually)
- ἀποπροφεύγω (to flee away from)
- ἀποφεύγω (to flee from, escape, to get safe away)
- διαφεύγω (to flee through, get away from, escape)
- ἐκπροφεύγω (to flee away from)
- ἐκφεύγω (to flee out or away, escape, to be acquitted)
- ἐμφεύγω (to fly in or into)
- καταφεύγω (to flee for refuge, to flee for refuge, to flee and take refuge)
- παραφεύγω (to flee close past or beyond)
- περιφεύγω (to flee from, escape from, mocks)
- προκαταφεύγω (to escape to a place of safety before)
- προσφεύγω (to flee for refuge to)
- προφεύγω (to flee forwards, flee away, to flee from)
- ὑπεκφεύγω (to flee away or escape secretly, to escape from)
- ὑποφεύγω (to flee from under, shun, to withdraw from)
- φεύγω (to flee)