συμφεύγω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συμφεύγω
συμφεύξομαι
형태분석:
συμ
(접두사)
+
φεύγ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to flee along with
- to be banished along with or together, shared in
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- φεύγοντι δ’ οὖν τῷ Γαϊῴ τῶν ἐχθρῶν ἐπιφερομένων καὶ καταλαμβανόντων περὶ τὴν ξυλίνην γέφυραν, οἱ μὲν δύο φίλοι προχωρεῖν ἐκεῖνον κελεύσαντεσ αὐτοὶ τοὺσ διώκοντασ ὑπέστησαν καὶ μαχόμενοι πρὸ τῆσ γεφύρασ οὐδένα παρῆκαν ἑώσ ἀπέθανον, τῷ δὲ Γαϊῴ συνέφευγεν εἷσ οἰκέτησ ὄνομα Φιλοκράτησ, πάντων μὲν, ὥσπερ ἐν ἁμίλλῃ, παρακελευομένων, οὐδενὸσ δὲ βοηθοῦντοσ, οὐδὲ ἵππον αἰτουμένῳ παρασχεῖν ἐθελήσαντοσ ἐπέκειντο γὰρ ἐγγὺσ οἱ διώκοντεσ. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 17 1:1)
(플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 17 1:1)
- ἐπεὶ δὲ ἤδη ἔφευγεν ὁ Δεινίασ, οὐδὲ τότε ἀπελείφθη τοῦ ἑταίρου, καταδικάσασ δὲ αὐτὸσ αὑτοῦ διέτριβεν ἐν Γυάρῳ καὶ συνέφευγεν αὐτῷ, καὶ ἐπειδὴ παντάπασιν ἠπόρουν τῶν ἀναγκαίων, παραδοὺσ ἑαυτὸν τοῖσ πορφυρεῦσι συγκατεδύετο καὶ τὸ γινόμενον ἐκ τούτου ἀποφέρων ἔτρεφε τὸν Δεινίαν· (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 18:7)
(루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 18:7)
유의어
-
to flee along with
-
to be banished along with or together
파생어
- ἀναφεύγω (탈출하다, 도망치다)
- ἀποπροφεύγω (to flee away from)
- ἀποφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- διαφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐκπροφεύγω (to flee away from)
- ἐκφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐμφεύγω (to fly in or into)
- καταφεύγω (탈출하다, 도망치다, )
- παραφεύγω (to flee close past or beyond)
- περιφεύγω (~에서 달아나다, 탈출하다, 도망치다)
- προκαταφεύγω (to escape to a place of safety before)
- προσφεύγω (to flee for refuge to)
- προφεύγω (날아가 버리다, 도망가 버리다, 피하다)
- ὑπεκφεύγω (to flee away or escape secretly, to escape from)
- ὑποφεύγω (피하다, 신중하다, 회피하다)
- φεύγω (도망가다, 달아나다, 탈출하다)