συμφεύγω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συμφεύγω
συμφεύξομαι
형태분석:
συμ
(접두사)
+
φεύγ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to flee along with
- to be banished along with or together, shared in
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Οὐεσπασιανὸσ μὲν ἅμα τῷ παιδὶ Τίτῳ διατρίβων τέωσ ἐν τῇ Πτολεμαί̈δι συνέτασσεν τὰσ δυνάμεισ, ὁ δὲ τὴν Γαλιλαίαν κατατρέχων Πλάκιδοσ ἐπεὶ πολὺ μὲν πλῆθοσ ἀνῃρήκει τῶν καταλαμβανομένων, τοῦτο δ’ ἦν τὸ ἀσθενέστερον Γαλιλαίων καὶ ταῖσ φυγαῖσ ἐναποκάμνον, ὁρῶν δὲ συμφεῦγον ἀεὶ τὸ μάχιμον εἰσ τὰσ ὑπὸ τοῦ Ιὠσήπου τειχισθείσασ πόλεισ ὡρ́μησεν ἐπὶ τὴν ὀχυρωτάτην αὐτῶν Ιὠταπάταν, οἰόμενοσ ἐξ ἐφόδου μὲν αἱρήσειν ῥᾳδίωσ, μέγα δὲ κλέοσ αὐτῷ παρὰ τοῖσ ἡγεμόσιν κἀκείνοισ ὄφελοσ εἰσ τὰ λοιπὰ παρέξειν· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 139:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 139:1)
- δῃουμένησ δὲ τῆσ χώρασ, πολὺ μὲν ἦν τὸ τῶν ἁλισκομένων πλῆθοσ, ἔτι δὲ πλέον τὸ συμφεῦγον εἰσ τὰσ παρακειμένασ κώμασ καὶ τοὺσ ἐρυμνοὺσ τῶν τόπων. (Polybius, Histories, book 4, chapter 73 5:2)
(폴리비오스, Histories, book 4, chapter 73 5:2)
유의어
-
to flee along with
-
to be banished along with or together
파생어
- ἀναφεύγω (탈출하다, 도망치다)
- ἀποπροφεύγω (to flee away from)
- ἀποφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- διαφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐκπροφεύγω (to flee away from)
- ἐκφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐμφεύγω (to fly in or into)
- καταφεύγω (탈출하다, 도망치다, )
- παραφεύγω (to flee close past or beyond)
- περιφεύγω (~에서 달아나다, 탈출하다, 도망치다)
- προκαταφεύγω (to escape to a place of safety before)
- προσφεύγω (to flee for refuge to)
- προφεύγω (날아가 버리다, 도망가 버리다, 피하다)
- ὑπεκφεύγω (to flee away or escape secretly, to escape from)
- ὑποφεύγω (피하다, 신중하다, 회피하다)
- φεύγω (도망가다, 달아나다, 탈출하다)