συμφεύγω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: sympheugō
고전 발음: [쉼페우고:]
신약 발음: [쉼페우고]
기본형:
συμφεύγω
συμφεύξομαι
형태분석:
συμ
(접두사)
+
φεύγ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to flee along with
- to be banished along with or together, shared in
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐπειδὰν δὲ ἀναμιχθῶσι, κοινὴ ἔστω ἡ θέα, καὶ ζυγοστατείτω τότε ὥσπερ ἐν τρυτάνῃ τὰ γιγνόμενα καὶ συνδιωκέτω καὶ συμφευγέτω. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 49 1:4)
(루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 49 1:4)
- οὐ γὰρ ἐξήρκεσε τὸ σῶμα τὸ ἑαυτοῦ καὶ τὰ χρήματα μόνον ὑπεκθέσθαι, ἀλλὰ καὶ τὰ ἱερὰ τὰ πατρῷα, ἃ τοῖς ὑμετέροις νομίμοις καὶ πατρίοις ἔθεσιν οἱ πρόγονοι παρέδοσαν αὐτῷ ἱδρυσάμενοι, ταῦτα μετεπέμψατο εἰς Μέγαρα καὶ ἐξήγαγεν ἐκ τῆς χώρας, οὐδὲ τὴν ἐπωνυμίαν τῶν πατρῴων ἱερῶν φοβηθείς, ὅτι ἐκ τῆς πατρίδος αὐτὰ κινήσας συμφεύγειν αὑτῷ ἐκλείποντα τοὺς νεὼς καὶ τὴν χώραν ἣν κατεῖχεν, ἠξίωσε, καὶ ἱδρῦσθαι ἐπὶ ξένης καὶ ἀλλοτρίας, καὶ εἶναι ὀθνεῖα τῇ χώρᾳ καὶ τοῖς νομίμοις τοῖς κατὰ τὴν Μεγαρέων πόλιν εἰθισμένοις. (Lycurgus, Speeches, 37:2)
(리쿠르고스, 연설, 37:2)
- ἣ καὶ τότε συνῆν αὐτῷ καὶ συνέφευγε. (Plutarch, chapter 8 3:1)
(플루타르코스, chapter 8 3:1)
- ὁ μὲν οὖν Πομπήϊος οὔτε δύναμιν ἔχων ἑτοίμην οὔτε οὓς κατέλεγε τότε προθύμους ὁρῶν ἐξέλιπε τὴν Ῥώμην, ὁ δὲ Κάτων ἕπεσθαι καὶ συμφεύγειν ἐγνωκώς τὸν μὲν νεώτερον υἱὸν εἰς Βρεττίους ὑπεξέθετο πρὸς Μουνάτιον, τὸν δὲ πρεσβύτερον εἶχε σὺν ἑαυτῷ. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 52 3:1)
(플루타르코스, Cato the Younger, chapter 52 3:1)
- καὶ μετὰ τὸν τούτου θάνατον Θηβαῖοι συμφεύγουσιν εἰς τὰ τείχη. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 7 3:3)
(아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 7 3:3)
유의어
-
to flee along with
-
to be banished along with or together
파생어
- ἀναφεύγω (탈출하다, 도망치다)
- ἀποπροφεύγω (to flee away from)
- ἀποφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- διαφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐκπροφεύγω (to flee away from)
- ἐκφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐμφεύγω (to fly in or into)
- καταφεύγω (탈출하다, 도망치다, )
- παραφεύγω (to flee close past or beyond)
- περιφεύγω (~에서 달아나다, 탈출하다, 도망치다)
- προκαταφεύγω (to escape to a place of safety before)
- προσφεύγω (to flee for refuge to)
- προφεύγω (날아가 버리다, 도망가 버리다, 피하다)
- ὑπεκφεύγω (to flee away or escape secretly, to escape from)
- ὑποφεύγω (피하다, 신중하다, 회피하다)
- φεύγω (도망가다, 달아나다, 탈출하다)