συμβούλομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συμβούλομαι
συμβουλήσομαι
συμβεβούλημαι
형태분석:
συμβούλ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- 동의하다, 찬성하다, 승인하다
- to will or to wish with another
- to agree with, to consent
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- εἰ μὲν γὰρ οὐ συμβούλεσθαι φήσουσιν, ἀντεπιδειξάντων οἷσ ἀγάλλονται· (Aristides, Aelius, Orationes, 84:8)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 84:8)
- θαυμάζω δ’ εἰ πολέμου μὲν ἥκοντοσ πᾶσ τισ ἂν αὑτοῦ κέρδοσ ἡγοῖτο ὡσ μετὰ πλείστων καὶ γενναιοτάτων συμμάχων κινδυνεύειν, ἐξὸν δ’ ἀκινδύνωσ τὰ ὑπάρχοντα καρποῦσθαι, εἰ μετ’ ἄλλων ὑπάρξει, ζημίαν λογιεῖται, καὶ μηδ’ ἐκεῖνο ἐνθυμηθήσεται, ὅτι ὅσῳ ἂν μειζόνων ἑαυτὸν ἀξιοῖ, τοσούτω μᾶλλον εἰκόσ ἐστι καὶ τοῖσ ἄλλοισ χρηστὰ τὰ πράγματ’ εἶναι συμβούλεσθαι· (Aristides, Aelius, Orationes, 9:8)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 9:8)
- οἶμαι δεῖν ὅστισ μέλλει τὰ δέοντα ἐρεῖν, ἢ ψήφου κύριοσ ὀρθῶσ ἔσεσθαι, μὴ τοῦτο σκοπεῖν μηδὲ βασκαίνειν εἴ τινι τῶν πρότερον καὶ δόξαν ἐχόντων ἑτέρωσ εἰρῆσθαι περὶ τῶν αὐτῶν συμβέβηκεν, ἀλλ’ οὗ πανταχοῦ πλεῖστον εἰκόσ ἐστι λόγον εἶναι, τοῦτο κἀν τῷ παρόντι ζητεῖν, ὁποτέρωθι τἀληθὲσ, καὶ τοῦτο συμβούλεσθαι νικᾶν. (Aristides, Aelius, Orationes, 1:1)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 1:1)
- τίσ γὰρ ἂν ἢ πόλισ πέμπουσα τὸν τοῦ μηδενὸσ ἄξιον θεραπεύειν εἵλετο, ἢ πρεσβευτὴσ ἥκων προσῆλθεν ἄν ποτε τούτῳ τοῦ πεῖσαι χάριν τὸν δῆμον, εἰ τοῦ βίου κεφάλαιον ὂν ἠπίστατο ἅττ’ ἂν ὁ δῆμοσ βούλοιτο, ταῦτα συμβούλεσθαι, καὶ περιμένειν τὴν ἐκείνου φωνὴν, ὥσπερ τὴν τῶν διδασκάλων οἶμαι παῖδεσ; (Aristides, Aelius, Orationes, 41:6)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 41:6)
유의어
-
to will or to wish with another
-
동의하다
- συναινέω (to agree or consent)
- συναινέω (동의하다, 찬성하다, 승인하다)
- συννεύω (일치하다, 합의하다, 동의하다)
- ὁμορροθέω (동의하다, 일치하다, 합의하다)
- συγγιγνώσκω (동의하다, 일치하다, 합의하다)
- συνευδοκέω (to consent to)
- συγκατανεύω (to consent to)
- ὁμολογέω (동의하다, 찬성하다)
- σύμφημι (일치하다, 합의하다)
- ἐάω (일치하다, 합의하다)
- συνδοξάζω (동의하다, 찬성하다)
- ὁμογνωμονέω (동의하다, ~에 접촉해 있다, 찬성하다)