고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: συγκόπτω συγκόψω συγκέκοφα
형태분석: συγ (접두사) + κόπτ (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συγκόπτω (나는) 헤어진다 |
συγκόπτεις (너는) 헤어진다 |
συγκόπτει (그는) 헤어진다 |
쌍수 | συγκόπτετον (너희 둘은) 헤어진다 |
συγκόπτετον (그 둘은) 헤어진다 |
||
복수 | συγκόπτομεν (우리는) 헤어진다 |
συγκόπτετε (너희는) 헤어진다 |
συγκόπτουσιν* (그들은) 헤어진다 |
|
접속법 | 단수 | συγκόπτω (나는) 헤어지자 |
συγκόπτῃς (너는) 헤어지자 |
συγκόπτῃ (그는) 헤어지자 |
쌍수 | συγκόπτητον (너희 둘은) 헤어지자 |
συγκόπτητον (그 둘은) 헤어지자 |
||
복수 | συγκόπτωμεν (우리는) 헤어지자 |
συγκόπτητε (너희는) 헤어지자 |
συγκόπτωσιν* (그들은) 헤어지자 |
|
기원법 | 단수 | συγκόπτοιμι (나는) 헤어지기를 (바라다) |
συγκόπτοις (너는) 헤어지기를 (바라다) |
συγκόπτοι (그는) 헤어지기를 (바라다) |
쌍수 | συγκόπτοιτον (너희 둘은) 헤어지기를 (바라다) |
συγκοπτοίτην (그 둘은) 헤어지기를 (바라다) |
||
복수 | συγκόπτοιμεν (우리는) 헤어지기를 (바라다) |
συγκόπτοιτε (너희는) 헤어지기를 (바라다) |
συγκόπτοιεν (그들은) 헤어지기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | συγκόπτε (너는) 헤어져라 |
συγκοπτέτω (그는) 헤어져라 |
|
쌍수 | συγκόπτετον (너희 둘은) 헤어져라 |
συγκοπτέτων (그 둘은) 헤어져라 |
||
복수 | συγκόπτετε (너희는) 헤어져라 |
συγκοπτόντων, συγκοπτέτωσαν (그들은) 헤어져라 |
||
부정사 | συγκόπτειν 헤어지는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
συγκοπτων συγκοπτοντος | συγκοπτουσα συγκοπτουσης | συγκοπτον συγκοπτοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συγκόπτομαι (나는) 헤어져진다 |
συγκόπτει, συγκόπτῃ (너는) 헤어져진다 |
συγκόπτεται (그는) 헤어져진다 |
쌍수 | συγκόπτεσθον (너희 둘은) 헤어져진다 |
συγκόπτεσθον (그 둘은) 헤어져진다 |
||
복수 | συγκοπτόμεθα (우리는) 헤어져진다 |
συγκόπτεσθε (너희는) 헤어져진다 |
συγκόπτονται (그들은) 헤어져진다 |
|
접속법 | 단수 | συγκόπτωμαι (나는) 헤어져지자 |
συγκόπτῃ (너는) 헤어져지자 |
συγκόπτηται (그는) 헤어져지자 |
쌍수 | συγκόπτησθον (너희 둘은) 헤어져지자 |
συγκόπτησθον (그 둘은) 헤어져지자 |
||
복수 | συγκοπτώμεθα (우리는) 헤어져지자 |
συγκόπτησθε (너희는) 헤어져지자 |
συγκόπτωνται (그들은) 헤어져지자 |
|
기원법 | 단수 | συγκοπτοίμην (나는) 헤어져지기를 (바라다) |
συγκόπτοιο (너는) 헤어져지기를 (바라다) |
συγκόπτοιτο (그는) 헤어져지기를 (바라다) |
쌍수 | συγκόπτοισθον (너희 둘은) 헤어져지기를 (바라다) |
συγκοπτοίσθην (그 둘은) 헤어져지기를 (바라다) |
||
복수 | συγκοπτοίμεθα (우리는) 헤어져지기를 (바라다) |
συγκόπτοισθε (너희는) 헤어져지기를 (바라다) |
συγκόπτοιντο (그들은) 헤어져지기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | συγκόπτου (너는) 헤어져져라 |
συγκοπτέσθω (그는) 헤어져져라 |
|
쌍수 | συγκόπτεσθον (너희 둘은) 헤어져져라 |
συγκοπτέσθων (그 둘은) 헤어져져라 |
||
복수 | συγκόπτεσθε (너희는) 헤어져져라 |
συγκοπτέσθων, συγκοπτέσθωσαν (그들은) 헤어져져라 |
||
부정사 | συγκόπτεσθαι 헤어져지는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
συγκοπτομενος συγκοπτομενου | συγκοπτομενη συγκοπτομενης | συγκοπτομενον συγκοπτομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συνέκοπτον (나는) 헤어지고 있었다 |
συνέκοπτες (너는) 헤어지고 있었다 |
συνέκοπτεν* (그는) 헤어지고 있었다 |
쌍수 | συνεκόπτετον (너희 둘은) 헤어지고 있었다 |
συνεκοπτέτην (그 둘은) 헤어지고 있었다 |
||
복수 | συνεκόπτομεν (우리는) 헤어지고 있었다 |
συνεκόπτετε (너희는) 헤어지고 있었다 |
συνέκοπτον (그들은) 헤어지고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συνεκοπτόμην (나는) 헤어져지고 있었다 |
συνεκόπτου (너는) 헤어져지고 있었다 |
συνεκόπτετο (그는) 헤어져지고 있었다 |
쌍수 | συνεκόπτεσθον (너희 둘은) 헤어져지고 있었다 |
συνεκοπτέσθην (그 둘은) 헤어져지고 있었다 |
||
복수 | συνεκοπτόμεθα (우리는) 헤어져지고 있었다 |
συνεκόπτεσθε (너희는) 헤어져지고 있었다 |
συνεκόπτοντο (그들은) 헤어져지고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기