Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταφλέγω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαταφλέγω συγκαταφλέξω

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + φλέγ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to burn with or together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταφλέγω συγκαταφλέγεις συγκαταφλέγει
Dual συγκαταφλέγετον συγκαταφλέγετον
Plural συγκαταφλέγομεν συγκαταφλέγετε συγκαταφλέγουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαταφλέγω συγκαταφλέγῃς συγκαταφλέγῃ
Dual συγκαταφλέγητον συγκαταφλέγητον
Plural συγκαταφλέγωμεν συγκαταφλέγητε συγκαταφλέγωσιν*
OptativeSingular συγκαταφλέγοιμι συγκαταφλέγοις συγκαταφλέγοι
Dual συγκαταφλέγοιτον συγκαταφλεγοίτην
Plural συγκαταφλέγοιμεν συγκαταφλέγοιτε συγκαταφλέγοιεν
ImperativeSingular συγκαταφλέγε συγκαταφλεγέτω
Dual συγκαταφλέγετον συγκαταφλεγέτων
Plural συγκαταφλέγετε συγκαταφλεγόντων, συγκαταφλεγέτωσαν
Infinitive συγκαταφλέγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταφλεγων συγκαταφλεγοντος συγκαταφλεγουσα συγκαταφλεγουσης συγκαταφλεγον συγκαταφλεγοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταφλέγομαι συγκαταφλέγει, συγκαταφλέγῃ συγκαταφλέγεται
Dual συγκαταφλέγεσθον συγκαταφλέγεσθον
Plural συγκαταφλεγόμεθα συγκαταφλέγεσθε συγκαταφλέγονται
SubjunctiveSingular συγκαταφλέγωμαι συγκαταφλέγῃ συγκαταφλέγηται
Dual συγκαταφλέγησθον συγκαταφλέγησθον
Plural συγκαταφλεγώμεθα συγκαταφλέγησθε συγκαταφλέγωνται
OptativeSingular συγκαταφλεγοίμην συγκαταφλέγοιο συγκαταφλέγοιτο
Dual συγκαταφλέγοισθον συγκαταφλεγοίσθην
Plural συγκαταφλεγοίμεθα συγκαταφλέγοισθε συγκαταφλέγοιντο
ImperativeSingular συγκαταφλέγου συγκαταφλεγέσθω
Dual συγκαταφλέγεσθον συγκαταφλεγέσθων
Plural συγκαταφλέγεσθε συγκαταφλεγέσθων, συγκαταφλεγέσθωσαν
Infinitive συγκαταφλέγεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταφλεγομενος συγκαταφλεγομενου συγκαταφλεγομενη συγκαταφλεγομενης συγκαταφλεγομενον συγκαταφλεγομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to burn with or together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION