- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

κατεμπίπρημι?

-μι athematic Verb; 자동번역 Transliteration: katempiprēmi

Principal Part: κατεμπίπρημι κατεμπρήσω

Structure: κατ (Prefix) + ἐμπίπρα (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to burn up

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατεμπῖπρημι κατεμπῖπρης κατεμπῖπρησι(ν)
Dual κατεμπίπρατον κατεμπίπρατον
Plural κατεμπίπραμεν κατεμπίπρατε κατεμπιπράασι(ν)
SubjunctiveSingular κατεμπίπρω κατεμπίπρῃς κατεμπίπρῃ
Dual κατεμπίπρητον κατεμπίπρητον
Plural κατεμπίπρωμεν κατεμπίπρητε κατεμπίπρωσι(ν)
OptativeSingular κατεμπιπραῖην κατεμπιπραῖης κατεμπιπραῖη
Dual κατεμπιπραῖητον κατεμπιπραίητην
Plural κατεμπιπραῖημεν κατεμπιπραῖητε κατεμπιπραῖησαν
ImperativeSingular κατεμπῖπρα κατεμπιπράτω
Dual κατεμπίπρατον κατεμπιπράτων
Plural κατεμπίπρατε κατεμπιπράντων
Infinitive κατεμπιπράναι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατεμπιπρας κατεμπιπραντος κατεμπιπρασα κατεμπιπρασης κατεμπιπραν κατεμπιπραντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατεμπίπραμαι κατεμπίπρασαι κατεμπίπραται
Dual κατεμπίπρασθον κατεμπίπρασθον
Plural κατεμπιπράμεθα κατεμπίπρασθε κατεμπίπρανται
SubjunctiveSingular κατεμπίπρωμαι κατεμπίπρῃ κατεμπίπρηται
Dual κατεμπίπρησθον κατεμπίπρησθον
Plural κατεμπιπρώμεθα κατεμπίπρησθε κατεμπίπρωνται
OptativeSingular κατεμπιπραῖμην κατεμπίπραιο κατεμπίπραιτο
Dual κατεμπίπραισθον κατεμπιπραῖσθην
Plural κατεμπιπραῖμεθα κατεμπίπραισθε κατεμπίπραιντο
ImperativeSingular κατεμπίπρασο κατεμπιπράσθω
Dual κατεμπίπρασθον κατεμπιπράσθων
Plural κατεμπίπρασθε κατεμπιπράσθων
Infinitive κατεμπίπρασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατεμπιπραμενος κατεμπιπραμενου κατεμπιπραμενη κατεμπιπραμενης κατεμπιπραμενον κατεμπιπραμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to burn up

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION