συγκαλέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συγκαλέω
συγκαλέσω
Structure:
συγ
(Prefix)
+
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to call to council, convoke, convene
- to invite with others to
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὕτω ψιλά, ὦ Ἑρμῆ, καὶ ἁπλοϊκὰ καὶ πεζὰ κηρύττεισ, καὶ ταῦτα ἐπὶ τοῖσ μεγίστοισ συγκαλῶν; (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 6:5)
- ὁ δὲ τοὺσ ἀρίστουσ συγκαλῶν, ἐκ πολλοῦ φροντίσασ καὶ παρασκευασάμενοσ καὶ βλασφημίασ τινὰσ εἰσ παχὺ βιβλίον ἐγγράψασ, μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀγορεύει κακῶσ Πλάτωνα, Πυθαγόραν, Ἀριστοτέλη τοῦτον, Χρύσιππον ἐκεῖνον, ἐμὲ καὶ ὅλωσ ἅπαντασ οὔτε ἑορτῆσ ἐφιείσησ οὔτε ἰδίᾳ τι πρὸσ ἡμῶν παθών· (Lucian, Piscator, (no name) 26:1)
- προσιόντων γάρ τεττάρων πολεμίων οὐκ ἔφυγε καὶ τὸ πρόσωπον ἄτρεπτοσ ἦν ἐφ’ οἷσ καὶ ὕστερον ἐξῃρέθη αὐτῷ ἀριστεῖον, καλόσ τε καὶ μέγασ παράδεισοσ ἐν τῷ προαστείῳ, ἔνθα καὶ συγκαλῶν τοὺσ ἑταίρουσ διελέγετο, Νεκρακαδημίαν τὸν τόπον προσαγορεύσασ. (Lucian, Verae Historiae, book 2 23:5)
- καὶ συγκαλῶν αὐτοὺσ εἰσ εὐωχίαν ποτὲ μὲν χίλια τρίκλινα, ποτὲ δὲ χίλια πεντακόσια συνεπλήρου μετὰ πολυτελεστάτησ κατασκευῆσ, καὶ ὁ χειρισμὸσ τῆσ διακονίασ δι’ αὐτοῦ ἐγίνετο κατὰ γὰρ τὰσ εἰσόδουσ ἐφιστάμενοσ οὓσ μὲν εἰσῆγεν, οὓσ δ’ ἀνέκλινεν, καὶ τοὺσ διακόνουσ δὲ τοὺσ τὰσ παραθέσεισ εἰσφέροντασ αὐτὸσ εἰσῆγε, καὶ περιπορευόμενοσ οὗ μὲν προσεκάθιζεν, οὗ δὲ προσανέπιπτε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 532)
- ἐγὼ δὲ λαοὺσ συγκαλῶν ἐγχωρίουσ στείχω, τὸ κοινὸν ὡσ ἂν εὐμενὲσ τιθῶ· (Aeschylus, Suppliant Women, episode 2:25)
Synonyms
-
to invite with others to
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἀποκαλέω (to call back, recall, to call away or aside)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- καλέω (I call, summon, I invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- παρακαλέω (I appeal, I urge, I exhort)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)