Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαλέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγκαλέω συγκαλέσω

Structure: συγ (Prefix) + καλέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to call to council, convoke, convene
  2. to invite with others to

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαλῶ συγκαλεῖς συγκαλεῖ
Dual συγκαλεῖτον συγκαλεῖτον
Plural συγκαλοῦμεν συγκαλεῖτε συγκαλοῦσιν*
SubjunctiveSingular συγκαλῶ συγκαλῇς συγκαλῇ
Dual συγκαλῆτον συγκαλῆτον
Plural συγκαλῶμεν συγκαλῆτε συγκαλῶσιν*
OptativeSingular συγκαλοῖμι συγκαλοῖς συγκαλοῖ
Dual συγκαλοῖτον συγκαλοίτην
Plural συγκαλοῖμεν συγκαλοῖτε συγκαλοῖεν
ImperativeSingular συγκάλει συγκαλείτω
Dual συγκαλεῖτον συγκαλείτων
Plural συγκαλεῖτε συγκαλούντων, συγκαλείτωσαν
Infinitive συγκαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαλων συγκαλουντος συγκαλουσα συγκαλουσης συγκαλουν συγκαλουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαλοῦμαι συγκαλεῖ, συγκαλῇ συγκαλεῖται
Dual συγκαλεῖσθον συγκαλεῖσθον
Plural συγκαλούμεθα συγκαλεῖσθε συγκαλοῦνται
SubjunctiveSingular συγκαλῶμαι συγκαλῇ συγκαλῆται
Dual συγκαλῆσθον συγκαλῆσθον
Plural συγκαλώμεθα συγκαλῆσθε συγκαλῶνται
OptativeSingular συγκαλοίμην συγκαλοῖο συγκαλοῖτο
Dual συγκαλοῖσθον συγκαλοίσθην
Plural συγκαλοίμεθα συγκαλοῖσθε συγκαλοῖντο
ImperativeSingular συγκαλοῦ συγκαλείσθω
Dual συγκαλεῖσθον συγκαλείσθων
Plural συγκαλεῖσθε συγκαλείσθων, συγκαλείσθωσαν
Infinitive συγκαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαλουμενος συγκαλουμενου συγκαλουμενη συγκαλουμενης συγκαλουμενον συγκαλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to invite with others to

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION