Ancient Greek-English Dictionary Language

σκυλεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σκυλεύω

Structure: σκυλεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: sku=lon

Sense

  1. to strip or despoil a slain enemy, having stript
  2. to strip, off

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σκυλεύω σκυλεύεις σκυλεύει
Dual σκυλεύετον σκυλεύετον
Plural σκυλεύομεν σκυλεύετε σκυλεύουσιν*
SubjunctiveSingular σκυλεύω σκυλεύῃς σκυλεύῃ
Dual σκυλεύητον σκυλεύητον
Plural σκυλεύωμεν σκυλεύητε σκυλεύωσιν*
OptativeSingular σκυλεύοιμι σκυλεύοις σκυλεύοι
Dual σκυλεύοιτον σκυλευοίτην
Plural σκυλεύοιμεν σκυλεύοιτε σκυλεύοιεν
ImperativeSingular σκύλευε σκυλευέτω
Dual σκυλεύετον σκυλευέτων
Plural σκυλεύετε σκυλευόντων, σκυλευέτωσαν
Infinitive σκυλεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σκυλευων σκυλευοντος σκυλευουσα σκυλευουσης σκυλευον σκυλευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σκυλεύομαι σκυλεύει, σκυλεύῃ σκυλεύεται
Dual σκυλεύεσθον σκυλεύεσθον
Plural σκυλευόμεθα σκυλεύεσθε σκυλεύονται
SubjunctiveSingular σκυλεύωμαι σκυλεύῃ σκυλεύηται
Dual σκυλεύησθον σκυλεύησθον
Plural σκυλευώμεθα σκυλεύησθε σκυλεύωνται
OptativeSingular σκυλευοίμην σκυλεύοιο σκυλεύοιτο
Dual σκυλεύοισθον σκυλευοίσθην
Plural σκυλευοίμεθα σκυλεύοισθε σκυλεύοιντο
ImperativeSingular σκυλεύου σκυλευέσθω
Dual σκυλεύεσθον σκυλευέσθων
Plural σκυλεύεσθε σκυλευέσθων, σκυλευέσθωσαν
Infinitive σκυλεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σκυλευομενος σκυλευομενου σκυλευομενη σκυλευομενης σκυλευομενον σκυλευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to strip

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION