Ancient Greek-English Dictionary Language

σκευασία

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σκευασία

Structure: σκευασι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: skeua/zw

Sense

  1. a preparing, dressing

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • αλλ’ ὠσπερ δείπνου γλαφυροὺ ποικίλην εὐωχίαν τὸν ποιητὴν δεῖ παρεχειν τοῖσ θεαταῖσ ταν σοφόν, ἵν’ ἀπίῃ τισ τοῦτο λαβὼν καὶ φαγὼν, καὶ προσπιὼν ᾧ χαίρει, καὶ σκευασία μὴ μί’ ᾖ τῆσ μουσικῆσ, Ἀστυδάμασ ὁ τραγικὸσ ἐν Ἡρακλεῖ σατυρικῷ, ἑταῖρε, φησί, Τιμόκρατεσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 101)
  • ἐπισημαίνεσθ’ ἐὰν ἡ σκευασία καθάρειοσ ᾖ καὶ ποικίλη. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 81 2:4)
  • γίνεται δέ, φησίν, ἐκ μόνησ τῆσ βεμβράδοσ σκευασία τισ ἡ προσαγορευομένη βεμβραφύη· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 28 1:7)
  • πρὸσ δὲ τοὺσ Ἀχαιούσ τῶν παρά Ἀντιόχου πρέσβεων πλῆθοσ τι τῆσ βασιλικῆσ στρατιᾶσ καταλεγόντων καὶ καταριθμουμένων πολλὰσ προσηγορίασ, ὁ Τίτοσ ἔφη δειπνοῦντοσ αὐτοῦ παρά τῷ ξένῳ καὶ μεμφομένου τὸ πλῆθοσ τῶν κρεῶν καὶ θαυμάζοντοσ πόθεν οὕτω ποικίλησ ἀγορᾶσ εὐπόρησεν, εἰπεῖν τὸν ξένον, ὡσ ὑειά πάντα ἐστί τῇ σκευασίᾳ, διαφέροντα καὶ τοῖσ ἡδύσμασι. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 17 4:1)

Synonyms

  1. a preparing

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION