Ancient Greek-English Dictionary Language

σκελετός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σκελετός σκελετή σκελετόν

Structure: σκελετ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ske/llw

Sense

  1. dried up, withered, a dried body, mummy

Examples

  • ἀμέλει πολλῶν ἐν ταὐτῷ σκελετῶν κειμένων καὶ πάντων ὁμοίωσ φοβερόν τι καὶ διάκενον δεδορκότων καὶ γυμνοὺσ τοὺσ ὀδόντασ προφαινόντων, ἠπόρουν πρὸσ ἐμαυτὸν ᾧτινι διακρίναιμι τὸν Θερσίτην ἀπὸ τοῦ καλοῦ Νιρέωσ ἢ τὸν μεταίτην Ἶρον ἀπὸ τοῦ Φαιάκων βασιλέωσ ἢ Πυρρίαν τὸν μάγειρον ἀπὸ τοῦ Ἀγαμέμνονοσ. (Lucian, Necyomantia, (no name) 15:5)
  • Κλέαρχοσ δ’ ἐν δευτέρῳ περὶ σκελετῶν οὕτωσ φησί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 59 1:3)
  • καὶ πέρασ εἰσ ἀίδην καταβὰσ οἱο͂́σπερ ὅτ’ ἔζη, τῶν ὑπὸ γῆν σκελετῶν λεπτότατοσ πέταται. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 922)

Synonyms

  1. dried up

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION