헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ῥᾳδιουργία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ῥᾳδιουργία

형태분석: ῥᾳδιουργι (어간) + ᾱ (어미)

  1. 용이함, 준비, 쉬움
  2. 게으름, 나태, 은퇴, 나무늘보
  3. 협잡질, 간악, 사기, 악행, 부도덕, 협잡
  1. ease in doing, facility
  2. easiness, laziness, sloth
  3. recklessness, want of principle, wickedness, lewdness, fraud

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ῥᾳδιουργία

용이함이

ῥᾳδιουργίᾱ

용이함들이

ῥᾳδιουργίαι

용이함들이

속격 ῥᾳδιουργίᾱς

용이함의

ῥᾳδιουργίαιν

용이함들의

ῥᾳδιουργιῶν

용이함들의

여격 ῥᾳδιουργίᾱͅ

용이함에게

ῥᾳδιουργίαιν

용이함들에게

ῥᾳδιουργίαις

용이함들에게

대격 ῥᾳδιουργίᾱν

용이함을

ῥᾳδιουργίᾱ

용이함들을

ῥᾳδιουργίᾱς

용이함들을

호격 ῥᾳδιουργίᾱ

용이함아

ῥᾳδιουργίᾱ

용이함들아

ῥᾳδιουργίαι

용이함들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοιγαροῦν ἐμπέπλησται πᾶσα πόλισ τῆσ τοιαύτησ ῥᾳδιουργίασ, καὶ μάλιστα τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα ἐπιγραφομένων καὶ ὑπὸ τῷ κυνὶ ταττομένων, οἳ τὸ μὲν χρήσιμον ὁπόσον ἔνεστι τῇ φύσει τῶν κυνῶν, οἱο͂ν τὸ φυλακτικὸν ἢ οἰκουρικὸν ἢ φιλοδέσποτον ἢ μνημονικόν, οὐδαμῶσ ἐζηλώκασιν, ὑλακὴν δὲ καὶ λιχνείαν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ἀφροδίσια συχνὰ καὶ κολακείαν καὶ τὸ σαίνειν τὸν διδόντα καὶ περὶ τραπέζασ ἔχειν, ταῦτα ἀκριβῶσ ἐκπεπονήκασιν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 16:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 16:1)

  • οἱ δ’ αὐτοσχέδιοι τῶν λόγων πολλῆσ εὐχερείασ καὶ ῥᾳδιουργίασ εἰσὶ πλήρεισ, οὔθ’ ὅθεν ἀρκτέον οὔθ’ ὅπου παυστέον ἐστὶν εἰδότων. (Plutarch, De liberis educandis, section 9 5:2)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 9 5:2)

  • κατεμαρτύρουν δὲ τοῦ Κλωδίου πολλοὶ τῶν καλῶν κάγαθῶν ἀνδρῶν ἐπιορκίασ, ῥᾳδιουργίασ, ὄχλων δεκασμούσ, φθορὰσ γυναικῶν. (Plutarch, Cicero, chapter 29 3:1)

    (플루타르코스, Cicero, chapter 29 3:1)

  • νοντασ ἀπειρίᾳ διδάσκων, ὡσ δὲ ἦσαν ἰταμοὶ καὶ τοὺσ ἄλλουσ ἐθώπευον ὑποτρέχοντεσ, ἐκείνῳ δὲ ἐπολέμουν, τὸν μὲν πρῶτον αὐτῶν καταγνοὺσ περὶ πίστιν ἐν κληρονομίᾳ γεγονέναι πονηρόν ἀπήλασε τοῦ ταμιείου, δευτέρῳ δέ τινὶ ῥᾳδιουργίασ προὔθηκε κρίσιν, ᾧ Κάτλοσ Λουτάτιοσ ὁ τιμητὴσ ἀνέβη βοηθήσων, ἀνὴρ μέγα τὸ τῆσ ἀρχῆσ ἔχων ἀξίωμα, τὸ δὲ τῆσ ἀρετῆσ ἔχων μέγιστον, ὡσ πάντων δικαιοσύνῃ καὶ σωφροσύνῃ Ῥωμαίων διαφέρων ἦν δὲ καὶ τοῦ Κάτωνοσ ἐπαινέτησ καὶ συνήθησ διὰ τὸν βίον. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 16 3:2)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 16 3:2)

  • ἐπίσταμαι δὲ καὶ πρόσθεν τούτου ἕνεκα ξενηλασίασ γιγνομένασ καὶ ἀποδημεῖν οὐκ ἐξόν, ὅπωσ μὴ ῥᾳδιουργίασ οἱ πολῖται ἀπὸ τῶν ξένων ἐμπίμπλαιντο· (Xenophon, Minor Works, , chapter 14 5:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 14 5:1)

유의어

  1. 용이함

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION