헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θυσιάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θυσιάζω θυσιάσω

형태분석: θυσιάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 제물로 바치다, 희생하다
  1. to sacrifice

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θυσιάζω

(나는) 제물로 바친다

θυσιάζεις

(너는) 제물로 바친다

θυσιάζει

(그는) 제물로 바친다

쌍수 θυσιάζετον

(너희 둘은) 제물로 바친다

θυσιάζετον

(그 둘은) 제물로 바친다

복수 θυσιάζομεν

(우리는) 제물로 바친다

θυσιάζετε

(너희는) 제물로 바친다

θυσιάζουσιν*

(그들은) 제물로 바친다

접속법단수 θυσιάζω

(나는) 제물로 바치자

θυσιάζῃς

(너는) 제물로 바치자

θυσιάζῃ

(그는) 제물로 바치자

쌍수 θυσιάζητον

(너희 둘은) 제물로 바치자

θυσιάζητον

(그 둘은) 제물로 바치자

복수 θυσιάζωμεν

(우리는) 제물로 바치자

θυσιάζητε

(너희는) 제물로 바치자

θυσιάζωσιν*

(그들은) 제물로 바치자

기원법단수 θυσιάζοιμι

(나는) 제물로 바치기를 (바라다)

θυσιάζοις

(너는) 제물로 바치기를 (바라다)

θυσιάζοι

(그는) 제물로 바치기를 (바라다)

쌍수 θυσιάζοιτον

(너희 둘은) 제물로 바치기를 (바라다)

θυσιαζοίτην

(그 둘은) 제물로 바치기를 (바라다)

복수 θυσιάζοιμεν

(우리는) 제물로 바치기를 (바라다)

θυσιάζοιτε

(너희는) 제물로 바치기를 (바라다)

θυσιάζοιεν

(그들은) 제물로 바치기를 (바라다)

명령법단수 θυσίαζε

(너는) 제물로 바쳐라

θυσιαζέτω

(그는) 제물로 바쳐라

쌍수 θυσιάζετον

(너희 둘은) 제물로 바쳐라

θυσιαζέτων

(그 둘은) 제물로 바쳐라

복수 θυσιάζετε

(너희는) 제물로 바쳐라

θυσιαζόντων, θυσιαζέτωσαν

(그들은) 제물로 바쳐라

부정사 θυσιάζειν

제물로 바치는 것

분사 남성여성중성
θυσιαζων

θυσιαζοντος

θυσιαζουσα

θυσιαζουσης

θυσιαζον

θυσιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θυσιάζομαι

(나는) 제물로 바쳐진다

θυσιάζει, θυσιάζῃ

(너는) 제물로 바쳐진다

θυσιάζεται

(그는) 제물로 바쳐진다

쌍수 θυσιάζεσθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐진다

θυσιάζεσθον

(그 둘은) 제물로 바쳐진다

복수 θυσιαζόμεθα

(우리는) 제물로 바쳐진다

θυσιάζεσθε

(너희는) 제물로 바쳐진다

θυσιάζονται

(그들은) 제물로 바쳐진다

접속법단수 θυσιάζωμαι

(나는) 제물로 바쳐지자

θυσιάζῃ

(너는) 제물로 바쳐지자

θυσιάζηται

(그는) 제물로 바쳐지자

쌍수 θυσιάζησθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐지자

θυσιάζησθον

(그 둘은) 제물로 바쳐지자

복수 θυσιαζώμεθα

(우리는) 제물로 바쳐지자

θυσιάζησθε

(너희는) 제물로 바쳐지자

θυσιάζωνται

(그들은) 제물로 바쳐지자

기원법단수 θυσιαζοίμην

(나는) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

θυσιάζοιο

(너는) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

θυσιάζοιτο

(그는) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

쌍수 θυσιάζοισθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

θυσιαζοίσθην

(그 둘은) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

복수 θυσιαζοίμεθα

(우리는) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

θυσιάζοισθε

(너희는) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

θυσιάζοιντο

(그들은) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

명령법단수 θυσιάζου

(너는) 제물로 바쳐져라

θυσιαζέσθω

(그는) 제물로 바쳐져라

쌍수 θυσιάζεσθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐져라

θυσιαζέσθων

(그 둘은) 제물로 바쳐져라

복수 θυσιάζεσθε

(너희는) 제물로 바쳐져라

θυσιαζέσθων, θυσιαζέσθωσαν

(그들은) 제물로 바쳐져라

부정사 θυσιάζεσθαι

제물로 바쳐지는 것

분사 남성여성중성
θυσιαζομενος

θυσιαζομενου

θυσιαζομενη

θυσιαζομενης

θυσιαζομενον

θυσιαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θυσιάσω

(나는) 제물로 바치겠다

θυσιάσεις

(너는) 제물로 바치겠다

θυσιάσει

(그는) 제물로 바치겠다

쌍수 θυσιάσετον

(너희 둘은) 제물로 바치겠다

θυσιάσετον

(그 둘은) 제물로 바치겠다

복수 θυσιάσομεν

(우리는) 제물로 바치겠다

θυσιάσετε

(너희는) 제물로 바치겠다

θυσιάσουσιν*

(그들은) 제물로 바치겠다

기원법단수 θυσιάσοιμι

(나는) 제물로 바치겠기를 (바라다)

θυσιάσοις

(너는) 제물로 바치겠기를 (바라다)

θυσιάσοι

(그는) 제물로 바치겠기를 (바라다)

쌍수 θυσιάσοιτον

(너희 둘은) 제물로 바치겠기를 (바라다)

θυσιασοίτην

(그 둘은) 제물로 바치겠기를 (바라다)

복수 θυσιάσοιμεν

(우리는) 제물로 바치겠기를 (바라다)

θυσιάσοιτε

(너희는) 제물로 바치겠기를 (바라다)

θυσιάσοιεν

(그들은) 제물로 바치겠기를 (바라다)

부정사 θυσιάσειν

제물로 바칠 것

분사 남성여성중성
θυσιασων

θυσιασοντος

θυσιασουσα

θυσιασουσης

θυσιασον

θυσιασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θυσιάσομαι

(나는) 제물로 바쳐지겠다

θυσιάσει, θυσιάσῃ

(너는) 제물로 바쳐지겠다

θυσιάσεται

(그는) 제물로 바쳐지겠다

쌍수 θυσιάσεσθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐지겠다

θυσιάσεσθον

(그 둘은) 제물로 바쳐지겠다

복수 θυσιασόμεθα

(우리는) 제물로 바쳐지겠다

θυσιάσεσθε

(너희는) 제물로 바쳐지겠다

θυσιάσονται

(그들은) 제물로 바쳐지겠다

기원법단수 θυσιασοίμην

(나는) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

θυσιάσοιο

(너는) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

θυσιάσοιτο

(그는) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

쌍수 θυσιάσοισθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

θυσιασοίσθην

(그 둘은) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

복수 θυσιασοίμεθα

(우리는) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

θυσιάσοισθε

(너희는) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

θυσιάσοιντο

(그들은) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

부정사 θυσιάσεσθαι

제물로 바쳐질 것

분사 남성여성중성
θυσιασομενος

θυσιασομενου

θυσιασομενη

θυσιασομενης

θυσιασομενον

θυσιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθυσίαζον

(나는) 제물로 바치고 있었다

ἐθυσίαζες

(너는) 제물로 바치고 있었다

ἐθυσίαζεν*

(그는) 제물로 바치고 있었다

쌍수 ἐθυσιάζετον

(너희 둘은) 제물로 바치고 있었다

ἐθυσιαζέτην

(그 둘은) 제물로 바치고 있었다

복수 ἐθυσιάζομεν

(우리는) 제물로 바치고 있었다

ἐθυσιάζετε

(너희는) 제물로 바치고 있었다

ἐθυσίαζον

(그들은) 제물로 바치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθυσιαζόμην

(나는) 제물로 바쳐지고 있었다

ἐθυσιάζου

(너는) 제물로 바쳐지고 있었다

ἐθυσιάζετο

(그는) 제물로 바쳐지고 있었다

쌍수 ἐθυσιάζεσθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐지고 있었다

ἐθυσιαζέσθην

(그 둘은) 제물로 바쳐지고 있었다

복수 ἐθυσιαζόμεθα

(우리는) 제물로 바쳐지고 있었다

ἐθυσιάζεσθε

(너희는) 제물로 바쳐지고 있었다

ἐθυσιάζοντο

(그들은) 제물로 바쳐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀπέστειλεν Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἀχιτόφελ τὸν Γελμωναῖον τὸν σύμβουλον Δαυὶδ ἐκ τῆσ πόλεωσ αὐτοῦ ἐκ Γωλὰ ἐν τῷ θυσιάζειν αὐτόν. καὶ ἐγένετο σύστρεμμα ἰσχυρόν, καὶ ὁ λαὸσ ὁ πορευόμενοσ καὶ πολὺσ μετὰ Ἀβεσσαλώμ. (Septuagint, Liber II Samuelis 15:12)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 15:12)

  • καὶ κατέσπασε τὰ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ θυσιαστήρια τῶν Βααλὶμ καὶ τὰ ὑψηλὰ τὰ ἐπ’ αὐτῶν καὶ ἔκοψε τὰ ἄλση καὶ τὰ γλυπτὰ καὶ τὰ χωνευτὰ συνέτριψε καὶ ἐλέπτυνε καὶ ἔρριψεν ἐπὶ πρόσωπον τῶν μνημάτων τῶν θυσιαζόντων αὐτοῖς (Septuagint, Liber II Paralipomenon 34:4)

    (70인역 성경, 역대기 하권 34:4)

  • καὶ ἤγγισαν πρὸσ Ζοροβάβελ καὶ πρὸσ τοὺσ ἄρχοντασ τῶν πατριῶν καὶ εἶπον αὐτοῖσ. οἰκοδομήσομεν μεθ̓ ὑμῶν, ὅτι ὡσ ὑμεῖσ ἐκζητοῦμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν. καὶ αὐτῷ ἡμεῖσ θυσιάζομεν ἀπὸ ἡμερῶν Ἀσαραδδὼν βασιλέωσ Ἀσσοὺρ τοῦ ἐνέγκαντοσ ἡμᾶσ ὧδε. (Septuagint, Liber Esdrae II 4:2)

    (70인역 성경, Liber Esdrae II 4:2)

  • καὶ εἶπεν ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ. αὕτη ἡ δύναμισ Σομόρων, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι οὗτοι οἰκοδομοῦσι τὴν ἑαυτῶν πόλιν̣ ἆρα θυσιάζουσιν̣ ἆρα δυνήσονται̣ καὶ σήμερον ἰάσονται τοὺσ λίθουσ μετὰ τὸ χῶμα γενέσθαι γῆσ καυθέντασ̣ (Septuagint, Liber Nehemiae 3:34)

    (70인역 성경, 느헤미야기 3:34)

  • καὶ Τωβίασ ὁ Ἀμμανίτησ ἐχόμενα αὐτοῦ ἦλθε καὶ εἶπε πρὸσ αὐτούσ. μὴ θυσιάζουσιν ἢ φάγονται ἐπὶ τοῦ τόπου αὐτῶν̣ οὐχὶ ἀναβήσεται ἀλώπηξ καὶ καθελεῖ τὸ τεῖχοσ λίθων αὐτῶν̣ (Septuagint, Liber Nehemiae 3:35)

    (70인역 성경, 느헤미야기 3:35)

유의어

  1. 제물로 바치다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION