Ancient Greek-English Dictionary Language

θυμελικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θυμελικός θυμελική θυμελικόν

Structure: θυμελικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from qume/lh

Sense

  1. for the thymele, scenic, theatric, the chorus or musicians

Examples

  • οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ταύτην ἔχων ἐπὶ τῆσ οἰκίασ συνῆν μίμοισ γυναιξὶ καὶ κιθαριστρίαισ καὶ θυμελικοῖσ ἀνθρώποισ, ἐπὶ στιβάδων ἀφ’ ἡμέρασ συμπίνων. (Plutarch, Sulla, chapter 36 1:1)
  • οὐ γὰρ μόνον τοῖσ περὶ τὰσ γυμνικὰσ ἀσκήσεισ, ἀλλὰ καὶ τοῖσ ἐν τῇ μουσικῇ διαγινομένοισ καὶ θυμελικοῖσ καλουμένοισ προυτίθει μέγιστα νικητήρια· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 15 323:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION