Ancient Greek-English Dictionary Language

θρασύβουλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θρασύβουλος θρασύβουλον

Structure: θρασυβουλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: boulh/

Sense

  1. bold in counsel

Examples

  • σωτηρία παρέκυψεν, ἀλλ’ ὡρᾴζεται Θρασύβουλοσ αὐτὸσ οὐχὶ παρακαλούμενοσ. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Prologue 5:26)
  • μῶν ἣν Θρασύβουλοσ εἶπε τοῖσ Λακωνικοῖσ; (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode 1:3)
  • συνέπραττε δ’ αὐτῷ καὶ Θρασύβουλοσ ὁ Στειριεὺσ ἅμα παρὼν καὶ κεκραγώσ· (Plutarch, , chapter 26 6:1)
  • τῶν δὲ μισούντων τὸν Ἀλκιβιάδην ἐν τῷ στρατοπέδῳ Θρασύβουλοσ ὁ Θράσωνοσ ἐχθρὸσ ὢν ἀπῆρεν εἰσ Ἀθήνασ κατηγορήσων. (Plutarch, , chapter 36 1:1)
  • "ἴστε τοίνυν, ὅτι Γέλων μὲν ὑδρωπιῶν Ιἕρων δὲ λιθιῶν ἐτυράννησεν ὁ δὲ τρίτοσ Θρασύβουλοσ ἐν στάσεσι καὶ πολέμοισ γενόμενοσ χρόνον οὐ πολὺν ἐξέπεσε τῆσ ἀρχῆσ. (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 197)

Synonyms

  1. bold in counsel

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION