Ancient Greek-English Dictionary Language

θηρευτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θηρευτός θηρευτή θηρευτόν

Structure: θηρευτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = qhrato/s, Arist.

Sense

Examples

  • ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τοὺσ ἁλιεῖσ τοὺσ πολλούσ, λέγει Κύριοσ, καὶ ἁλιεύσουσιν αὐτούσ. καὶ μετὰ ταῦτα ἀποστελῶ τοὺσ πολλοὺσ θηρευτάσ, καὶ θηρεύσουσιν αὐτοὺσ ἐπάνω παντὸσ ὄρουσ καὶ ἐπάνω παντὸσ βουνοῦ καὶ ἐκ τῶν τρυμαλιῶν τῶν πετρῶν. (Septuagint, Liber Ieremiae 16:16)
  • ἀλλ’ ὃ γ’ ἐφ’ ὑπνώοντα πεσὼν συνέδησε λαγωόν, φεῦ, τάχα θηρευτὰσ ἄρτι φυγόντα κύνασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 942)
  • Κραῦγισ ὁ θηρευτάσ, Ἀρκὰσ ἀπ’ Ὀρχομενοῦ. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 109 2:1)
  • ἐκεῖνό γε μὴν πῶσ οὐ καλὸν καὶ μεγαλογνῶμον, τὸ αὐτὸν μὲν ἀνδρὸσ ἔργοισ καὶ κτήμασι κοσμεῖν τὸν ἑαυτοῦ οἶκον, κύνασ τε πολλοὺσ θηρευτὰσ καὶ ἵππουσ πολεμιστηρίουσ τρέφοντα, Κυνίσκαν δὲ ἀδελφὴν οὖσαν πεῖσαι ἁρματοτροφεῖν καὶ ἐπιδεῖξαι νικώσησ αὐτῆσ ὅτι τὸ θρέμμα τοῦτο οὐκ ἀνδραγαθίασ ἀλλὰ πλούτου ἐπίδειγμά ἐστι; (Xenophon, Minor Works, , chapter 9 7:1)
  • τοὺσ δὲ τῶν νέων, ὅσοι ῥᾳδίωσ ἁλίσκονται, θηρευτὰσ ὄντασ εἰσ τοὺσ ξένουσ καὶ τοὺσ μετοίκουσ τρέπεσθαι κελεύετε, ἵνα μήτ’ ἐκεῖνοι τῆσ προαιρέσεωσ ἀποστερῶνται μήθ’ ὑμεῖσ βλάπτησθε. (Aeschines, Speeches, , section 1954)

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION