Ancient Greek-English Dictionary Language

θηρευτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θηρευτός θηρευτή θηρευτόν

Structure: θηρευτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = qhrato/s, Arist.

Sense

Examples

  • τοὶ δ’ ὠκύποδασ λαγὸσ ᾕρευν ἄνδρεσ θηρευταί, καὶ καρχαρόδοντε κύνε πρό, ἱέμενοι μαπέειν, οἳ δ’ ἱέμενοι ὑπαλύξαι. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 26:14)
  • οὐχ ὁρᾷσ, ὅτι καὶ τοὺσ κυνηγοὺσ οἱ θηρευταὶ κύνεσ, ὅταν ἁλῷ θηρίον κατακλεισθὲν ὑπ’ αὐτῶν εἰσ τὰ λίνα, περιίστανται τὴν ἐπιβάλλουσαν μοῖραν ἀπαιτοῦντεσ τῆσ ἄγρασ, καὶ ἐὰν μὴ μεταλάβωσιν εὐθὺσ αἵματοσ ἢ σπλάγχνων, ἀρράζουσιν ἑπόμενοι καὶ σπαράττουσι τὸν κυνηγόν, καὶ οὔτε διωκόμενοι οὔτε παιόμενοι ἀπείργονται; (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 16, chapter 2 6:1)
  • οὗτοι μὲν γὰρ πορισταί τε καὶ θηρευταὶ τῶν οὐχ ὑπαρχόντων εἰσίν, ἐκεῖνοι δὲ ἐπίσκοποι καὶ φύλακεσ τῶν παρόντων. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 19, chapter 7 2:5)
  • Ὄλβιοσ, ᾧ παῖδέσ τε φίλοι καὶ μώνυχεσ ἵπποι θηρευταί τε κύνεσ καὶ ξένοι ἀλλοδαποί. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389743)
  • σοὶ τάδε, Πάν, θηρευταὶ ἀνηρτήσαντο σύναιμοι δίκτυα, τριχθαδίησ δῶρα κυναγεσίησ· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 1831)

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION