- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θάλπος?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: thalpos 고전 발음: [탈뽀] 신약 발음: [탈뽀]

기본형: θάλπος θάλπεος

어원: θάλπω

  1. 열, 더위, 따뜻함, 간곡, 열정, 적열
  2. 가시, 쏘기, 찌르기
  1. warmth, heat, summer heat, heat, rays
  2. a sting, smart

예문

  • τοὺς δὲ ἀνθρώπους κρύος τε καὶ θάλπος οὐκ ἀνασχετὸν διέφθειρεν. (Lucian, De astrologia, (no name) 19:4)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 19:4)

  • καὶ τὸ θάλπος δὲ αὐτὸ καὶ ὁ ἀὴρ κομιδῇ πυρώδης καὶ φλογερὸς ὢν καὶ ἡ ψάμμος ὑπερζέουσα παντελῶς ἄβατον τὴν χώραν τίθησι. (Lucian, Dipsades 1:4)

    (루키아노스, Dipsades 1:4)

  • καίτοι ταῦτα πάντα ὁπόσα εἶπον, τὸ θάλπος, τὸ δίψος, ἡ ἐρημία, τὸ μηδὲν ἔχειν ἐκ τῆς γῆς λαβεῖν, ἧττον ὑμῖν δυσχερῆ εἶναι δόξει τοῦ λεχθησομένου, καὶ δἰ ὃ φευκτέα πάντως ἡ χώρα ἐκείνη: (Lucian, Dipsades 4:1)

    (루키아노스, Dipsades 4:1)

  • ὥστε καὶ σοῦ θαυμάζω, ὅπως γηραιὸς ἤδη ἄνθρωπος οὔτε ἰδίεις πρὸς τὸ θάλπος ὥσπερ ἐγὼ οὔτε ὅλως ἐνοχλουμένῳ ἐοίκας, οὐδὲ περιβλέπεις σύσκιόν τι ἔνθα ὑποδύσῃ, ἀλλὰ δέχῃ τὸν ἥλιον εὐμαρῶς. (Lucian, Anacharsis, (no name) 16:12)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 16:12)

  • ἀποδύσαντες αὐτά, ὡς ἔφην, οὐκέτι ἁπαλὰ καὶ τέλεον ἀσυμπαγῆ ὄντα, πρῶτον μὲν ἐθίζειν ἀξιοῦμεν πρὸς τὸν ἀέρα, συνοικειοῦντες αὐτὰ ταῖς ὡρ´αις ἑκάσταις, ὡς μήτε θάλπος δυσχεραίνειν μήτε πρὸς κρύος ἀπαγορεύειν, ἔπειτα δὲ χρίομεν ἐλαίῳ καὶ καταμαλάττομεν, ὡς εὐτονώτερα γίγνοιτο: (Lucian, Anacharsis, (no name) 24:2)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 24:2)

유의어

  1. 가시

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION