Ancient Greek-English Dictionary Language

πρώτιστος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πρώτιστος πρώτιστη πρώτιστον

Structure: πρωτιστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poet. Sup. of prw=tos

Sense

  1. the very first, first of the first, first of all

Examples

  • ἐγὼ δ’ ἀεὶ πρώτιστοσ εἰσ ἐκκλησίαν νοστῶν κάθημαι· (Aristophanes, Acharnians, Prologue 1:15)
  • ὃσ δ’ ἂν ἐκπίῃ πρώτιστοσ, ἀσκὸν Κτησιφῶντοσ λήψεται. (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene3)
  • ἐγὼ γὰρ ἥττων μὲν λόγοσ δι’ αὐτὸ τοῦτ’ ἐκλήθην ἐν τοῖσι φροντισταῖσιν, ὅτι πρώτιστοσ ἐπενόησα τοῖσιν νόμοισ καὶ ταῖσ δίκαισ τἀναντί’ ἀντιλέξαι. (Aristophanes, Clouds, Agon, antepirrheme2)
  • τὸ μὲν ἡρ́ωσ ὅτι ἐμφύλιον αἷμα πρώτιστοσ οὐκ ἄτερ τέχνασ ἐπέμιξε θνατοῖσ, ὅτι τε μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοισ Διὸσ ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 2 9:4)
  • Νάξιοσ Εὐέργόσ με γένει Λητοῦσ πόρε, Βύζεω παῖσ, ὃσ πρώτιστοσ τεῦξε λίθου κέραμον. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , mixed meters64)

Synonyms

  1. the very first

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION