Ancient Greek-English Dictionary Language

προσοκέλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προσοκέλλω

Structure: προς (Prefix) + ὀκέλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run, on shore
  2. to run ashore

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσοκέλλω προσοκέλλεις προσοκέλλει
Dual προσοκέλλετον προσοκέλλετον
Plural προσοκέλλομεν προσοκέλλετε προσοκέλλουσιν*
SubjunctiveSingular προσοκέλλω προσοκέλλῃς προσοκέλλῃ
Dual προσοκέλλητον προσοκέλλητον
Plural προσοκέλλωμεν προσοκέλλητε προσοκέλλωσιν*
OptativeSingular προσοκέλλοιμι προσοκέλλοις προσοκέλλοι
Dual προσοκέλλοιτον προσοκελλοίτην
Plural προσοκέλλοιμεν προσοκέλλοιτε προσοκέλλοιεν
ImperativeSingular προσόκελλε προσοκελλέτω
Dual προσοκέλλετον προσοκελλέτων
Plural προσοκέλλετε προσοκελλόντων, προσοκελλέτωσαν
Infinitive προσοκέλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσοκελλων προσοκελλοντος προσοκελλουσα προσοκελλουσης προσοκελλον προσοκελλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσοκέλλομαι προσοκέλλει, προσοκέλλῃ προσοκέλλεται
Dual προσοκέλλεσθον προσοκέλλεσθον
Plural προσοκελλόμεθα προσοκέλλεσθε προσοκέλλονται
SubjunctiveSingular προσοκέλλωμαι προσοκέλλῃ προσοκέλληται
Dual προσοκέλλησθον προσοκέλλησθον
Plural προσοκελλώμεθα προσοκέλλησθε προσοκέλλωνται
OptativeSingular προσοκελλοίμην προσοκέλλοιο προσοκέλλοιτο
Dual προσοκέλλοισθον προσοκελλοίσθην
Plural προσοκελλοίμεθα προσοκέλλοισθε προσοκέλλοιντο
ImperativeSingular προσοκέλλου προσοκελλέσθω
Dual προσοκέλλεσθον προσοκελλέσθων
Plural προσοκέλλεσθε προσοκελλέσθων, προσοκελλέσθωσαν
Infinitive προσοκέλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσοκελλομενος προσοκελλομενου προσοκελλομενη προσοκελλομενης προσοκελλομενον προσοκελλομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔνθα δὴ πολλοῖσ τῶν ἐκ τῆσ ναυμαχίασ νεκροῖσ ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν, καὶ τὰ σώματα καταμετροῦντεσ ἐθαυμάζομεν. (Lucian, Verae Historiae, book 2 2:3)

Synonyms

  1. to run

  2. to run ashore

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION