헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσοκέλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσοκέλλω

형태분석: προς (접두사) + ὀκέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 달리다, 뛰다, 운영하다
  1. to run, on shore
  2. to run ashore

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσοκέλλω

(나는) 달린다

προσοκέλλεις

(너는) 달린다

προσοκέλλει

(그는) 달린다

쌍수 προσοκέλλετον

(너희 둘은) 달린다

προσοκέλλετον

(그 둘은) 달린다

복수 προσοκέλλομεν

(우리는) 달린다

προσοκέλλετε

(너희는) 달린다

προσοκέλλουσιν*

(그들은) 달린다

접속법단수 προσοκέλλω

(나는) 달리자

προσοκέλλῃς

(너는) 달리자

προσοκέλλῃ

(그는) 달리자

쌍수 προσοκέλλητον

(너희 둘은) 달리자

προσοκέλλητον

(그 둘은) 달리자

복수 προσοκέλλωμεν

(우리는) 달리자

προσοκέλλητε

(너희는) 달리자

προσοκέλλωσιν*

(그들은) 달리자

기원법단수 προσοκέλλοιμι

(나는) 달리기를 (바라다)

προσοκέλλοις

(너는) 달리기를 (바라다)

προσοκέλλοι

(그는) 달리기를 (바라다)

쌍수 προσοκέλλοιτον

(너희 둘은) 달리기를 (바라다)

προσοκελλοίτην

(그 둘은) 달리기를 (바라다)

복수 προσοκέλλοιμεν

(우리는) 달리기를 (바라다)

προσοκέλλοιτε

(너희는) 달리기를 (바라다)

προσοκέλλοιεν

(그들은) 달리기를 (바라다)

명령법단수 προσόκελλε

(너는) 달려라

προσοκελλέτω

(그는) 달려라

쌍수 προσοκέλλετον

(너희 둘은) 달려라

προσοκελλέτων

(그 둘은) 달려라

복수 προσοκέλλετε

(너희는) 달려라

προσοκελλόντων, προσοκελλέτωσαν

(그들은) 달려라

부정사 προσοκέλλειν

달리는 것

분사 남성여성중성
προσοκελλων

προσοκελλοντος

προσοκελλουσα

προσοκελλουσης

προσοκελλον

προσοκελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσοκέλλομαι

προσοκέλλει, προσοκέλλῃ

προσοκέλλεται

쌍수 προσοκέλλεσθον

προσοκέλλεσθον

복수 προσοκελλόμεθα

προσοκέλλεσθε

προσοκέλλονται

접속법단수 προσοκέλλωμαι

προσοκέλλῃ

προσοκέλληται

쌍수 προσοκέλλησθον

προσοκέλλησθον

복수 προσοκελλώμεθα

προσοκέλλησθε

προσοκέλλωνται

기원법단수 προσοκελλοίμην

προσοκέλλοιο

προσοκέλλοιτο

쌍수 προσοκέλλοισθον

προσοκελλοίσθην

복수 προσοκελλοίμεθα

προσοκέλλοισθε

προσοκέλλοιντο

명령법단수 προσοκέλλου

προσοκελλέσθω

쌍수 προσοκέλλεσθον

προσοκελλέσθων

복수 προσοκέλλεσθε

προσοκελλέσθων, προσοκελλέσθωσαν

부정사 προσοκέλλεσθαι

분사 남성여성중성
προσοκελλομενος

προσοκελλομενου

προσοκελλομενη

προσοκελλομενης

προσοκελλομενον

προσοκελλομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῶκελλον

(나는) 달리고 있었다

προσῶκελλες

(너는) 달리고 있었다

προσῶκελλεν*

(그는) 달리고 있었다

쌍수 προσώκελλετον

(너희 둘은) 달리고 있었다

προσωκε͂λλετην

(그 둘은) 달리고 있었다

복수 προσώκελλομεν

(우리는) 달리고 있었다

προσώκελλετε

(너희는) 달리고 있었다

προσῶκελλον

(그들은) 달리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσωκε͂λλομην

προσώκελλου

προσώκελλετο

쌍수 προσώκελλεσθον

προσωκε͂λλεσθην

복수 προσωκε͂λλομεθα

προσώκελλεσθε

προσώκελλοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 달리다

  2. to run ashore

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION