Ancient Greek-English Dictionary Language

προπομπός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: προπομπός προπομπόν

Structure: προπομπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: prope/mpw

Sense

  1. escorting, in a procession, carrying, in procession
  2. a conductor, escort, attendant

Examples

  • καὶ οὗτοι μὲν ἐλέγοντο φύλακεσ καὶ προπομποὶ βασιλέωσ· (Plutarch, chapter 19 1:3)
  • ἡμεῖσ μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν αἵδε προπομποί. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode, anapests11)
  • ἕτεροι δὲ Ἀσδρούβαν τὸν ναύαρχον ἔπεισαν, ὁρμοῦντα περὶ τὴν Ἀπόλλωνοσ ἄκραν, ὅταν ἀποστῶσιν αἱ προπομποὶ τριήρεισ, ἐπιθέσθαι τοῖσ τοῦ Σκιπίωνοσ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 6 4:6)
  • πάντων γὰρ κοινοὶ ξένοι καὶ φίλοι, πολλῶν δὲ καὶ σωτῆρεσ ἦτε, ἀγαθοὶ μὲν ἡγεμόνεσ καὶ προπομποὶ τῶν παραπλεόντων ἐπ’ ἀμφότερα τὴν νῆσον, ὧν ἐποίησεν Ὅμηροσ ἐν μύθῳ Φαιάκων ἡδίουσ καὶ λαμπρότεροι, ὀνομαστοὶ δὲ καὶ τοῖσ ἐπ’ ἐσχατιαῖσ γῆσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 11:6)

Synonyms

  1. escorting

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION