Ancient Greek-English Dictionary Language

ἁβροκόμης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἁβροκόμης ἁβροκόμες

Structure: ἁβροκομη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ko/mh

Sense

  1. with delicate or luxuriant leaves

Examples

  • Κεκροπίαν δ’ Ἐχέδημοσ, ὁ δεύτεροσ Ἀτθίδι Φοῖβοσ, ᾧ καλὸν ἁβροκόμησ ἄνθοσ ἔλαμψεν Ἔρωσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 552)
  • ὁππόθι δενδρήεντα γέρων παρανήχεται Ἶρισ χῶρον, Ἁμαδρυάδων ἔνδιον ἁβροκόμων, καὶ λιπαρῆσ εὔβοτρυν ἀν’ ὀργάδα καρπὸσ ἐλαίησ θάλλει ἐρισταφύλων πάντοσε θειλοπέδων αἱ δὲ πέριξ λαλαγεῦσιν ἀηδόνεσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 668 1:1)
  • καὶ δὴ Περσέων πίπτουσι ἐνθαῦτα ἄλλοι τε πολλοὶ καὶ ὀνομαστοί, ἐν δὲ δὴ καὶ Δαρείου δύο παῖδεσ Ἀβροκόμησ τε καὶ Ὑπεράνθησ, ἐκ τῆσ Ἀρτάνεω θυγατρὸσ Φραταγούνησ γεγονότεσ Δαρείῳ. (Herodotus, The Histories, book 7, chapter 224 3:1)

Synonyms

  1. with delicate or luxuriant leaves

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION