Ancient Greek-English Dictionary Language

προγράφω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προγράφω προγράψω

Structure: προ (Prefix) + γράφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to write before or first
  2. to give public notice of, to summon by public notice, to be set forth publicly
  3. to write at the head of a list

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προγράφω προγράφεις προγράφει
Dual προγράφετον προγράφετον
Plural προγράφομεν προγράφετε προγράφουσιν*
SubjunctiveSingular προγράφω προγράφῃς προγράφῃ
Dual προγράφητον προγράφητον
Plural προγράφωμεν προγράφητε προγράφωσιν*
OptativeSingular προγράφοιμι προγράφοις προγράφοι
Dual προγράφοιτον προγραφοίτην
Plural προγράφοιμεν προγράφοιτε προγράφοιεν
ImperativeSingular προγράφε προγραφέτω
Dual προγράφετον προγραφέτων
Plural προγράφετε προγραφόντων, προγραφέτωσαν
Infinitive προγράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προγραφων προγραφοντος προγραφουσα προγραφουσης προγραφον προγραφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προγράφομαι προγράφει, προγράφῃ προγράφεται
Dual προγράφεσθον προγράφεσθον
Plural προγραφόμεθα προγράφεσθε προγράφονται
SubjunctiveSingular προγράφωμαι προγράφῃ προγράφηται
Dual προγράφησθον προγράφησθον
Plural προγραφώμεθα προγράφησθε προγράφωνται
OptativeSingular προγραφοίμην προγράφοιο προγράφοιτο
Dual προγράφοισθον προγραφοίσθην
Plural προγραφοίμεθα προγράφοισθε προγράφοιντο
ImperativeSingular προγράφου προγραφέσθω
Dual προγράφεσθον προγραφέσθων
Plural προγράφεσθε προγραφέσθων, προγραφέσθωσαν
Infinitive προγράφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προγραφομενος προγραφομενου προγραφομενη προγραφομενης προγραφομενον προγραφομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • πλείστην δὲ τῶν ἀμφισβητημάτων αὐτοῖσ ἔριν ἡ Κικέρωνοσ προγραφὴ παρέσχεν, Ἀντωνίου μὲν ἀσυμβάτωσ ἔχοντοσ εἰ μὴ πρῶτοσ ἐκεῖνοσ ἀποθνῄσκοι, Λεπίδου δ’ Ἀντωνίῳ προστιθεμένου, Καίσαροσ δὲ πρὸσ ἀμφοτέρουσ ἀντέχοντοσ, ἐγίνοντο δ’ αἱ σύνοδοι μόνοισ ἀπόρρητοι περὶ πόλιν Βονωνίαν ἐφ’ ἡμέρασ τρεῖσ, καὶ συνῄεσαν εἰσ τόπον τινὰ πρόσω τῶν στρατοπέδων ποταμῷ περιρρεόμενον. (Plutarch, Cicero, chapter 46 2:2)
  • Καὶ εἶχεν οὕτωσ ἡ προγραφή· (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 2 4:1)
  • ὧδε μὲν εἶχεν ἡ προγραφὴ τῶν τριῶν ἀνδρῶν, ὅσον ἐσ Ἑλλάδα γλῶσσαν ἀπὸ Λατίνησ μεταβαλεῖν. (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 2 7:6)
  • " καὶ ὁ Καῖσαρ οὐδὲν μὲν αὐτὸσ ἔφη περὶ τοῦδε προστάξαι οὑ̓δὲ γὰρ προμαθεῖν προσπλέοντα οὐδ’ ἀφικέσθαι μετὰ πολεμίων προσδοκῆσαἰ, Βρεντεσίουσ δὲ αὐτοὺσ καὶ τὸν ὑπολελειμμένον αὐτοῖσ διὰ τὰσ Αἠνοβάρβου καταδρομὰσ ταξίαρχον αὐτοκελεύστουσ ἀποκλεῖσαι τὸν Ἀντώνιον, συνθέμενον μὲν ἐχθρῷ κοινῷ Πομπηίῳ, ἐπαγαγόντα δὲ Αἠνόβαρβον φονέα τοῦ ἐμοῦ πατρόσ, ψήφῳ καὶ κρίσει καὶ προγραφῇ κατεγνωσμένον καὶ πολιορκήσαντα μὲν τὸ Βρεντέσιον μετὰ Φιλίππουσ, πολιορκοῦντα δὲ ἔτι τὸν Ιὄνιον ἐν κύκλῳ, ἐμπρήσαντα δὲ τὰσ ἐμὰσ ναῦσ καὶ τὴν Ἰταλίαν λεηλατήσαντα. (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 7 2:9)
  • δοκεῖ δὲ ὁ ἀνὴρ οὗτοσ ἐν τῇ προρρήσει καὶ προγραφῇ ταύτῃ θαυμαστῶσ ἐπιτετευχέναι· (Diodorus Siculus, Library, book xii, chapter 36 4:1)

Synonyms

  1. to write before or first

  2. to give public notice of

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION