Ancient Greek-English Dictionary Language

προγράφω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προγράφω προγράψω

Structure: προ (Prefix) + γράφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to write before or first
  2. to give public notice of, to summon by public notice, to be set forth publicly
  3. to write at the head of a list

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προγράφω προγράφεις προγράφει
Dual προγράφετον προγράφετον
Plural προγράφομεν προγράφετε προγράφουσιν*
SubjunctiveSingular προγράφω προγράφῃς προγράφῃ
Dual προγράφητον προγράφητον
Plural προγράφωμεν προγράφητε προγράφωσιν*
OptativeSingular προγράφοιμι προγράφοις προγράφοι
Dual προγράφοιτον προγραφοίτην
Plural προγράφοιμεν προγράφοιτε προγράφοιεν
ImperativeSingular προγράφε προγραφέτω
Dual προγράφετον προγραφέτων
Plural προγράφετε προγραφόντων, προγραφέτωσαν
Infinitive προγράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προγραφων προγραφοντος προγραφουσα προγραφουσης προγραφον προγραφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προγράφομαι προγράφει, προγράφῃ προγράφεται
Dual προγράφεσθον προγράφεσθον
Plural προγραφόμεθα προγράφεσθε προγράφονται
SubjunctiveSingular προγράφωμαι προγράφῃ προγράφηται
Dual προγράφησθον προγράφησθον
Plural προγραφώμεθα προγράφησθε προγράφωνται
OptativeSingular προγραφοίμην προγράφοιο προγράφοιτο
Dual προγράφοισθον προγραφοίσθην
Plural προγραφοίμεθα προγράφοισθε προγράφοιντο
ImperativeSingular προγράφου προγραφέσθω
Dual προγράφεσθον προγραφέσθων
Plural προγράφεσθε προγραφέσθων, προγραφέσθωσαν
Infinitive προγράφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προγραφομενος προγραφομενου προγραφομενη προγραφομενης προγραφομενον προγραφομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τοῦτον ἐπὶ τῶν ψηφισμάτων καὶ τῶν συμβολαίων προέγραφον. (Plutarch, Demetrius, chapter 10 3:3)

Synonyms

  1. to write before or first

  2. to give public notice of

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION