- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποιμήν?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: poimēn 고전 발음: [멘:] 신약 발음: [쀠멘]

기본형: ποιμήν ποιμένος

형태분석: ποιμην (어간)

  1. 목동, 목자, 양치기
  2. 선생, 스승, 교사, 목사, 교원
  1. shepherd, herdsman
  2. shepherd of the people: pastor, teacher, epithet of Agamemnon

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ποιμήν

목동이

ποιμένε

목동들이

ποιμένες

목동들이

속격 ποιμένος

목동의

ποιμένοιν

목동들의

ποιμένων

목동들의

여격 ποιμένι

목동에게

ποιμένοιν

목동들에게

ποιμέσι(ν)

목동들에게

대격 ποιμένα

목동을

ποιμένε

목동들을

ποιμένας

목동들을

호격 ποιμήν

목동아

ποιμένε

목동들아

ποιμένες

목동들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπέστειλε δὲ Ἰούδας τὸν ἔριφον ἐξ αἰγῶν ἐν χειρὶ τοῦ ποιμένος αὐτοῦ τοῦ Ὀδολλαμίτου κομίσασθαι παρὰ τῆς γυναικὸς τὸν ἀρραβῶνα, καὶ οὐχ εὗρεν αὐτήν. (Septuagint, Liber Genesis 38:20)

    (70인역 성경, 창세기 38:20)

  • Λόγοι σοφῶν ὡς τὰ βούκεντρα καὶ ὡς ἧλοι πεφυτευμένοι, οἳ παρὰ τῶν συνθεμάτων ἐδόθησαν ἐκ ποιμένος ἑνὸς (Septuagint, Liber Ecclesiastes 12:11)

    (70인역 성경, 코헬렛 12:11)

  • Καὶ εἶπε Κύριος πρός με. ἔτι λάβε σεαυτῷ σκεύη ποιμενικὰ ποιμένος ἀπείρου, (Septuagint, Prophetia Zachariae 11:15)

    (70인역 성경, 즈카르야서 11:15)

  • Ἡσίοδος μὲν ὀλίγα φύλλα ἐκ τοῦ Ἑλικῶνος λαβὼν αὐτίκα μάλα ποιητὴς ἐκ ποιμένος κατέστη καὶ ᾖδε θεῶν καὶ ἡρώων γένη κάτοχος ἐκ Μουσῶν γενόμενος, ῥήτορα δέ, ὃ πολὺ ἔνερθε ποιητικῆς μεγαληγορίας ἐστίν, ἐν βραχεῖ καταστῆναι ἀδύνατον, εἴ τις ἐκμάθοι τὴν ταχίστην ὁδὸν · (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 4:4)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 4:4)

  • δι ἀέρος εἴθε ποτανοὶ γενοίμεσθ ᾇ Λιβύας οἰωνοὶ στοχάδες ὄμβρον λιποῦσαι χειμέριον νίσονται πρεσβυτάτᾳ σύριγγι πειθόμεναι ποιμένος, ὃς ἄβροχα πεδία καρποφόρα τε γᾶς ἐπιπετόμενος ἰαχεῖ. (Euripides, Helen, choral, strophe 21)

    (에우리피데스, Helen, choral, strophe 21)

유의어

  1. 목동

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION